All official European Union website addresses are in the europa.eu domain.
See all EU institutions and bodiesΚάντε κάτι για τον πλανήτη μας, τυπώστε αυτή τη σελίδα μόνο εάν είναι απαραίτητο. Ακόμη και μια μικρή δράση μπορεί να κάνει μια τεράστια διαφορά όταν την κάνουν εκατομμύρια άνθρωποι !
Article
Η γεωργία αντιπροσώπευε ανέκαθεν πολλά περισσότερα από την παραγωγή τροφίμων. Ανά τους αιώνες, η γεωργία διαμόρφωσε το τοπίο, τις τοπικές κοινότητες, την οικονομία και τους πολιτισμούς στην Ευρώπη. Εκατό χρόνια πριν, η ύπαιθρος απέκτησε μικρές εκμεταλλεύσεις και πολλές κατοικίες σε αστικές περιοχές είχαν μικρούς κήπους οπωροκηπευτικών. Οι αγορές προσέφεραν τοπική, εποχική παραγωγή και το κρέας αποτελούσε ιδιαίτερο κέρασμα για τους περισσότερους Ευρωπαίους. Κατά τα τελευταία 70 έτη, ωστόσο, η παραγωγή γεωργικών προϊόντων εξελίσσεται ολοένα και περισσότερο από τοπική δραστηριότητα σε παγκόσμια βιομηχανία που αποσκοπεί στην κάλυψη των επισιτιστικών αναγκών αυξανόμενων πληθυσμών με παγκοσμιοποιημένες γεύσεις στην Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα, οι Ευρωπαίοι μπορούν να απολαμβάνουν αρνί από τη Νέα Ζηλανδία, συνοδευόμενο από ρύζι από την Ινδία, μαζί με κρασί από την Καλιφόρνια και καφέ από τη Βραζιλία. Φρέσκιες τομάτες που καλλιεργούνται σε θερμοκήπια στην Ολλανδία ή στην Ισπανία μπορούν να αγοράζονται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Σε έναν κόσμο που αστικοποιείται και παγκοσμιοποιείται με αυξανόμενο ρυθμό, οι γεωργοί πρέπει να είναι σε θέση να παράγουν ολοένα και περισσότερες ποσότητες τροφίμων. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός δημιούργησε την ανάγκη για οικονομίες κλίμακας —εντατική γεωργική παραγωγή—, ευνοώντας τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι οποίες συχνά εξειδικεύονται σε μικρό αριθμό ειδών φυτικής παραγωγής ή ζωικού κεφαλαίου σε μεγαλύτερες περιοχές με εγγυημένη πρόσβαση σε αγορές σε ολόκληρο τον κόσμο. Η ευρωπαϊκή γεωργία δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Όπως συμβαίνει με τον αέρα και το νερό, η κατανάλωση τροφής είναι μια βασική ανάγκη του ανθρώπου. Είτε λόγω φυσικής καταστροφής είτε λόγω εσφαλμένων πολιτικών, η έλλειψη πρόσβασης σε αρκετά τρόφιμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε λιμοκτονία ολόκληρων κοινοτήτων. Υπό αυτό το πρίσμα, η παραγωγή τροφίμων θεωρούταν πάντα όχι μόνο δραστηριότητα που διεξάγεται από μεμονωμένους γεωργούς, αλλά και ζήτημα εθνικής πολιτικής και ασφάλειας, καθώς και ζήτημα οικονομικής ασφάλειας. Κατά τον 19ο αιώνα, η πλειονότητα των Ευρωπαίων εργαζόταν στον τομέα της γεωργίας. Ωστόσο, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού που αντιπροσωπεύουν οι γεωργοί βαίνει μειούμενο έκτοτε, κυρίως λόγω της αυξημένης χρήσης γεωργικών μηχανημάτων και της εξασφάλισης καλύτερων εισοδημάτων από αστικά επαγγέλματα.
Οι προαναφερθείσες συνθήκες ώθησαν τα κράτη μέλη της ΕΕ να συμφωνήσουν για μια κοινή γεωργική πολιτική[i], αρχικός στόχος της οποίας ήταν να διασφαλιστεί η διαθεσιμότητα επαρκούς ποσότητας τροφίμων σε προσιτές τιμές στην Ευρώπη. Αυτό σήμαινε επίσης ότι επαρκής αριθμός γεωργών θα έπρεπε να μείνει και να καλλιεργήσει τη γη που είχε στην κατοχή του. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός μπορεί να οδηγήσει σε μείωση των τιμών και μόνο ένα μικρό μέρος της τελικής τιμής πώλησης φτάνει στον γεωργό. Με την πάροδο του χρόνου, η κοινή γεωργική πολιτική ενσωμάτωσε μέτρα για τη στήριξη της αγροτικής οικονομίας εν γένει και τον μετριασμό των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της γεωργίας και την προστασία των εδαφών[ii].
Τις τελευταίες δεκαετίες, η έκταση γης που χρησιμοποιείται για τη γεωργία στην Ευρώπη έχει μειωθεί σε μέγεθος λόγω της επέκτασης των αστικών περιοχών και, σε μικρότερο βαθμό, λόγω της επέκτασης δασών και δασικών εκτάσεων. Σήμερα, πάνω από το 40 % των εκτάσεων γης της Ευρώπης χρησιμοποιείται για γεωργικές δραστηριότητες. Το 2016 υπήρχαν περισσότερες από 10 εκατομμύρια γεωργικές εκμεταλλεύσεις[iii] στην ΕΕ και περίπου το 3 % αυτών χρησιμοποιούσε περισσότερο από το ήμισυ της γεωργικής γης[iv]. Στην πραγματικότητα, περίπου τα δύο τρίτα των γεωργικών εκμεταλλεύσεων της Ευρώπης είναι μικρότερα από 5 εκτάρια (50 000 m2, τα οποία ισοδυναμούν με επτά περίπου γήπεδα ποδοσφαίρου) και συνίστανται σε μεγάλο βαθμό σε ερασιτεχνικές και επαγγελματικές γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι οποίες καταναλώνουν περισσότερο από το ήμισυ των εκροών τους. Πολλές γεωργικές κοινότητες, ιδίως σε περιοχές με χαμηλότερη γεωργική παραγωγικότητα, είναι αντιμέτωπες με το φαινόμενο της εγκατάλειψης της γης και της συρρίκνωσης και της γήρανσης του πληθυσμού, με αποτέλεσμα να ασκούνται πρόσθετες πιέσεις στις μικρές εκμεταλλεύσεις.
Τα γεωργικά τοπία της Ευρώπης χαρακτηρίζονται ολοένα και περισσότερο από περιορισμένη ποικιλομορφία καλλιεργειών με αχανείς εκτάσεις και όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις όπου πραγματοποιούνται ελάχιστες μόνο καλλιέργειες, όπως ο σίτος ή ο αραβόσιτος. Σε τέτοια τοπία όπου πραγματοποιούνται δραστηριότητες εντατικής γεωργίας, η βιοποικιλότητα είναι σημαντικά μειωμένη σε σύγκριση με τοπία που χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη μικρότερων εκτάσεων διαφόρων καλλιεργειών που διαχωρίζονται με γραμμές από θάμνους και μικρές δασικές εκτάσεις.
Επιτεύχθηκε επίσης υψηλότερη παραγωγικότητα, εν μέρει χάρη στην αυξανόμενη χρήση συνθετικών χημικών ουσιών, όπως λιπάσματα και γεωργικά φάρμακα. Ανά τους αιώνες, οι γεωργοί χρησιμοποιούσαν κόπρο ή ορυκτά για να λιπάνουν το έδαφος και να αυξήσουν την παραγωγικότητα. Τα λιπάσματα προσθέτουν θρεπτικές ουσίες στο έδαφος, οι οποίες είναι αναγκαίες για την ανάπτυξη των φυτών.
Τα συνθετικά λιπάσματα ανακαλύφθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1900 και άρχισαν να διατίθενται ευρέως στο εμπόριο από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα με σκοπό την επίλυση του προβλήματος της «εξάντλησης του αζώτου στο έδαφος» και, συνακόλουθα, την αύξηση της παραγωγικότητας. Τα συνθετικά λιπάσματα περιέχουν κυρίως άζωτο, φώσφορο και κάλιο, ενώ σε μικρότερο βαθμό περιέχουν άλλα στοιχεία όπως ασβέστιο, μαγνήσιο, θείο, χαλκό και σίδηρο. Η γεωργία βασίζεται επίσης στη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων — ένα ευρύ φάσμα κυρίως χημικών ουσιών που αποσκοπούν στην εξάλειψη ανεπιθύμητων ζιζανίων, εντόμων και μυκήτων που βλάπτουν τα φυτά και περιορίζουν την ανάπτυξή τους.
Αφενός, τα συνθετικά λιπάσματα και τα γεωργικά φάρμακα εξασφάλιζαν μεγαλύτερη ποσότητα συγκομιδής από μια συγκεκριμένη γεωργική έκταση, καθιστώντας δυνατή την εξασφάλιση τροφίμων για τους αυξανόμενους πληθυσμούς τόσο στην Ευρώπη όσο και παγκοσμίως. Η αύξηση της παραγωγής έχει καταστήσει επίσης τα τρόφιμα πιο προσιτά.
Αφετέρου, τα φυτά δεν δεσμεύουν το σύνολο της ποσότητας αζώτου που εφαρμόζεται. Η υπερβολική χρήση συνθετικών χημικών μπορεί να προκαλέσει ρύπανση της γης, των ποταμών, των λιμνών και των υπόγειων υδάτων σε μια ευρύτερη περιοχή. Τα συνθετικά χημικά εισέρχονται ακόμη και στην ατμόσφαιρα ως υποξείδιο του αζώτου, ένα από τα κύρια αέρια του θερμοκηπίου μετά το διοξείδιο του άνθρακα και το μεθάνιο. Ορισμένα γεωργικά φάρμακα βλάπτουν τους επικονιαστές, συμπεριλαμβανομένων των μελισσών. Με απλά λόγια, χωρίς επικονιαστές δεν μπορούμε να παράγουμε επαρκή ποσότητα τροφίμων.
Οι ευρωπαϊκές χώρες παράγουν σημαντικά περισσότερο κρέας σε σχέση με τη δεκαετία του 1960. Για την παραγωγή κρέατος, και ιδίως βόειου κρέατος, απαιτείται σημαντικά μεγαλύτερη έκταση γης και ποσότητα νερού απ’ ό,τι για την παραγωγή προϊόντων διατροφής από φυτά. Παράλληλα, η εκτροφή βοοειδών έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μεθανίου[i] και υποξειδίου του αζώτου, τα οποία είναι αμφότερα πολύ ισχυρά αέρια του θερμοκηπίου. Το ζωικό κεφάλαιο εκτιμάται ότι συμβάλλει κατά περισσότερο από 10 % στις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Η μακροχρόνια γεωργική παραγωγικότητα του εδάφους εξαρτάται από τη συνολική του υγεία. Δυστυχώς, εάν συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε αυτό τον πόρο όπως τον χρησιμοποιούμε σήμερα, θα μειώσουμε επίσης την ικανότητα του εδάφους, μεταξύ άλλων, να παράγει αρκετά τρόφιμα και τρόφιμα κατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση.
Οι πιέσεις που ασκεί η εντατική γεωργία στη γη και στο έδαφος είναι πολλές, συμπεριλαμβανομένων της ρύπανσης, της διάβρωσης και της συμπύκνωσης εξαιτίας της χρήσης βαρέων γεωργικών μηχανημάτων. Σε όλο και περισσότερες μελέτες επισημαίνεται πόσο ευρέως εξαπλωμένα είναι σε ολόκληρη την Ευρώπη τα υπολείμματα των χημικών ουσιών[ii] που χρησιμοποιούνται σε γεωργικά φάρμακα και λιπάσματα ([1]). Για ορισμένες χημικές ουσίες, όπως ο χαλκός και το κάδμιο, δείγματα εδάφους από ορισμένες περιοχές υποδεικνύουν επικίνδυνα υψηλά επίπεδα. Οι πλεονάζουσες θρεπτικές ουσίες (άζωτο και φώσφορο) έχουν αλλάξει τη ζωή σε λίμνες, ποταμούς και θάλασσες, ενώ σε πρόσφατες αξιολογήσεις του ΕΟΠ ([2]) σχετικά με το νερό γίνεται έκκληση για επείγουσα μείωση των θρεπτικών ουσιών ώστε να αποτραπεί η πρόκληση περαιτέρω βλάβης σε αυτά τα οικοσυστήματα.
Πέραν του ότι επηρεάζει τους χερσαίους πόρους και τη βιοποικιλότητα του εδάφους, αυτή η αυξημένη παραγωγή τροφίμων έχει επηρεάσει επίσης τη διατροφή μας με τρόπους που δεν είχαμε προβλέψει.
Πέντε από τους επτά μεγαλύτερους παράγοντες κινδύνου για την υγεία σήμερα (υψηλή αρτηριακή πίεση, υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, παχυσαρκία, κατάχρηση αλκοόλ και ανεπαρκής κατανάλωση φρούτων και λαχανικών) που προκαλούν πρόωρο θάνατο συνδέονται με το τι τρώμε και τι πίνουμε. Περισσότερο από το ήμισυ του ενήλικου πληθυσμού της Ευρώπης[iii] κατατάσσεται στην κατηγορία των υπέρβαρων, συμπεριλαμβανομένου ποσοστού άνω του 20 % που κατατάσσεται στην κατηγορία του παχύσαρκου. Η παιδική παχυσαρκία είναι άλλο ένα ζήτημα που προκαλεί όλο και μεγαλύτερη ανησυχία.
Σε σύγκριση με 50 έτη πριν, οι Ευρωπαίοι καταναλώνουν περισσότερη τροφή ανά άτομο. Η πρόσληψη ζωικών πρωτεϊνών, κυρίως κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων, έχει διπλασιαστεί αυτή την περίοδο και σήμερα είναι διπλάσια σε σύγκριση με τον παγκόσμιο μέσο όρο. Για παράδειγμα, οι Ευρωπαίοι ενήλικες καταναλώνουν ετησίως κατά μέσο όρο ανά άτομο 101 κιλά δημητριακά και 64 κιλά κρέας· η κατανάλωση των ειδών αυτών παρουσιάζει μείωση τα τελευταία έτη, ωστόσο εξακολουθεί να υπερβαίνει αρκετά τον παγκόσμιο μέσο όρο. Καταναλώνουμε επίσης περισσότερη ζάχαρη και προϊόντα ζάχαρης (13 kg) απ’ ό,τι ψάρια και θαλασσινά (10 kg).
Ταυτόχρονα, η σπατάλη τροφίμων[iv] στην Ευρώπη ανέρχεται σε 88 εκατομμύρια τόνους ετησίως, ποσότητα που αντιστοιχεί σε 178 κιλά ανά άτομο. Η σπατάλη τροφίμων σημαίνει επίσης σπατάλη και όλων των πόρων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή τροφίμων —νερό, έδαφος και ενέργεια. Εκτός αυτού, οι ρύποι και τα αέρια του θερμοκηπίου που εκπέμπονται κατά τη διάρκεια της παραγωγής, της μεταφοράς και της εμπορίας συμβάλλουν στην περιβαλλοντική υποβάθμιση και εντείνουν την κλιματική αλλαγή.
Ωστόσο, υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως που δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκή θρεπτικά τρόφιμα για κατανάλωση. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, περισσότερα από 820 εκατομμύρια άτομα[v] παγκοσμίως υποσιτίζονταν το 2017. Σύμφωνα με την Eurostat, το 12 % των Ευρωπαίων δεν ήταν σε θέση να καλύψει το κόστος[vi] ενός γεύματος καλής ποιότητας κάθε δεύτερη ημέρα το 2017.
Είναι σαφές ότι η αυξημένη παραγωγή τροφίμων δεν είναι πάντοτε συνώνυμο της βελτιωμένης διατροφής για όλους. Πρόκειται για ένα ευρέως αναγνωρισμένο πρόβλημα και έχουν θεσπιστεί μέτρα σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο που αποσκοπούν στην καταπολέμηση της σπατάλης τροφίμων[vii] και του υποσιτισμού, συμπεριλαμβανομένου του στόχου βιώσιμης ανάπτυξης αριθ. 2: Εξάλειψη της πείνας[viii] και του στόχου αριθ. 12:Υπεύθυνη κατανάλωση και παραγωγή[ix]. Η πιο υγιεινή διατροφή και η ελαχιστοποίηση της σπατάλης τροφίμων, μεταξύ άλλων μέσω μιας πιο ισόρροπης κατανομής των υγιεινών και θρεπτικών τροφίμων στην κοινωνία και στον κόσμο, θα μπορούσαν να περιορίσουν ορισμένες από τις επιπτώσεις στην υγεία, στο περιβάλλον και στο κλίμα που συνδέονται με τα τρόφιμα που παράγονται στη γη.
Η κοινή γεωργική πολιτική και η ενιαία αγορά της ΕΕ έχουν αναγάγει τα προϊόντα διατροφής που παράγονται σε ολόκληρη την ΕΕ σύμφωνα με υψηλά πρότυπα ασφάλειας σε κοινό χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής μας. Παράλληλα με αυτό το ενδοενωσιακό εμπόριο προϊόντων διατροφής, η ΕΕ εισάγει και εξάγει[x] γεωργικά προϊόντα από και προς τον υπόλοιπο κόσμο, τα οποία, το 2018, αντιπροσώπευαν το 7 % του συνόλου του εμπορίου εκτός της ΕΕ. Η ΕΕ είναι μεγάλος εισαγωγέας νωπών φρούτων και λαχανικών, ενώ παράλληλα εξάγει αναψυκτικά και οινοπνευματώδη ποτά και κρέας. Εμμέσως, το εμπόριο τροφίμων συνεπάγεται ότι η ΕΕ εισάγει και εξάγει χερσαίους πόρους. Μαζί με την παραγωγή φοινικέλαιου, η αυξανόμενη κατανάλωση κρέατος παγκοσμίως είναι ένας από τους παράγοντες που συντελούν στην αποψίλωση των τροπικών δασών, τα οποία συχνά μετατρέπονται σε βοσκοτόπους για βοοειδή ή σε φυτείες ελαιοφοινίκων.
Εντούτοις, η γη δεν καλλιεργείται μόνο με σκοπό την παραγωγή τροφίμων ή ζωοτροφών. Αυξανόμενο ποσοστό της γεωργικής γης της Ευρώπης χρησιμοποιείται για καλλιέργειες όπως κράμβη, ζαχαρότευτλα και αραβόσιτος, με σκοπό την παραγωγή βιοκαυσίμων. Οι αντικρουόμενες απαιτήσεις ασκούν πρόσθετη πίεση στη γη γενικότερα και στη γεωργική γη ειδικότερα όταν πρόκειται για τη δημιουργία καλλιεργειών με σκοπό την παραγωγή βιοκαυσίμων. Τα βιοκαύσιμα μπορούν να θεωρηθούν εργαλείο για τη μείωση των αερίων του θερμοκηπίου, ωστόσο αυτό εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο παράγονται και το είδος φυτικής ύλης που χρησιμοποιούν. Διάφορα βιοκαύσιμα έχουν ακούσιες αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον. Για να αποτρέψει τέτοιες συνέπειες, η ΕΕ θέσπισε μια σειρά κριτηρίων βιωσιμότητας[xi] για τον περιορισμό των επιβλαβών επιπτώσεων των βιοκαυσίμων στο περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των χερσαίων πόρων.
Ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των δραστηριοτήτων της ΕΕ στους χερσαίους και εδαφικούς πόρους δεν περιορίζεται στο έδαφος της ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι καταναλώνουν γεωργικά προϊόντα που εισάγονται από τον υπόλοιπο κόσμο. Στις χώρες που εξάγουν προς την ΕΕ, η γη και το έδαφος, μαζί με άλλους πόρους όπως το νερό και η ενέργεια, επηρεάζονται από τα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης της Ευρώπης. Για να εξασφαλίσουν έναν τακτικό εφοδιασμό, οι πολυεθνικές επιχειρήσεις ενδέχεται επίσης να επιλέγουν να αγοράζουν μεγάλες εκτάσεις γης σε τρίτες χώρες ώστε να τροφοδοτούν τους ευρωπαίους καταναλωτές.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση[xii] της διακυβερνητικής πλατφόρμας επιστήμης-πολιτικής για τη βιοποικιλότητα και τις οικοσυστημικές υπηρεσίες, η παραγωγικότητα του ενός τετάρτου περίπου της παγκόσμιας έκτασης γης έχει μειωθεί λόγω της υποβάθμισης της γης. Η φθίνουσα πορεία του πληθυσμού επικονιαστών μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες καλλιεργειών ύψους έως και 500 δισ. EUR ετησίως.
Σύμφωνα με προβλέψεις των Ηνωμένων Εθνών[xiii], τα επόμενα 30 έτη ο παγκόσμιος πληθυσμός θα αυξηθεί κατά 2 δισεκατομμύρια και θα φτάσει τα 9,7 δισεκατομμύρια το 2050. Αυτή η αύξηση από μόνη της σημαίνει ότι πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο που καλλιεργούμε, παράγουμε και καταναλώνουμε τρόφιμα. Η παραγωγή τροφίμων θα πρέπει να αυξηθεί, με παράλληλη συνεκτίμηση της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο παράγουμε επί του παρόντος τρόφιμα στη γη ασκεί ήδη εξαιρετικά μεγάλη πίεση σε αυτό τον πεπερασμένο πόρο. Την ίδια στιγμή, η μείωση της ποσότητας των τροφίμων που παράγονται στην Ευρώπη και η ικανοποίηση της εγχώριας ζήτησης μέσω της περαιτέρω αύξησης των εισαγωγών μπορούν να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στις παγκόσμιες αγορές τροφίμων, να αυξήσουν τις τιμές των τροφίμων και να θέσουν ευάλωτους πληθυσμούς σε κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερου υποσιτισμού.
Ο επείγων χαρακτήρας αυτής της κατάστασης επιτάσσει την αναμόρφωση της σχέσης μας με τα τρόφιμα — όσον αφορά τόσο τα τρόφιμα που καταναλώνουμε όσο και τον τρόπο με τον οποίο τα παράγουμε. Αυτό συνεπάγεται πιθανότατα τη μείωση της κατανάλωσης κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων και την αύξηση της κατανάλωσης εποχικών φρούτων και λαχανικών. «Κρέατα» και «γάλατα» φυτικής προέλευσης ή άλλα τρόφιμα με παρεμφερείς θρεπτικές αξίες αλλά για την παραγωγή των οποίων απαιτούνται σημαντικά λιγότεροι πόροι (συμπεριλαμβανομένων της γης, του νερού και της ενέργειας) παρασκευάζονται και διατίθενται στην αγορά. Το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτά τα εναλλακτικά τρόφιμα θα γίνουν ο κανόνας στο καλάθι αγορών μας και δεν θα αποτελούν την εξαίρεση.
Θα απαιτηθεί επίσης ελαχιστοποίηση της σπατάλης τροφίμων στη γεωργική έκταση, στην αγορά και στο σπίτι. Για να ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση για τρόφιμα και να αποτραπεί η περαιτέρω αποψίλωση, η εντατική παραγωγή σε ορισμένες περιοχές θα πρέπει να συνεχιστεί, ωστόσο πρέπει να αναχαιτίσουμε τη ρύπανση που την συνοδεύει. Για να επιτύχουμε βιώσιμη παραγωγή τροφίμων, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί η μείωση του πληθυσμού σε ορισμένες περιοχές μέσω της ενθάρρυνσης περισσότερων ατόμων να παραμείνουν ώστε να φροντίζουν τη γη, να προστατεύουν τη βιοποικιλότητα και να παράγουν τρόφιμα υψηλής ποιότητας.
Ένα φυτό αποτελείται κυρίως από υδρογόνο, οξυγόνο, άνθρακα και άζωτο. Τα φυτά μπορούν εύκολα να εξασφαλίζουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο από το νερό και διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, ωστόσο δεν συμβαίνει το ίδιο για το άζωτο. Τα αποθέματα αζώτου του εδάφους μπορούν να εξαντληθούν έπειτα από μερικές συγκομιδές.
Το άζωτο συνιστά περισσότερο από το 70 % της ατμόσφαιράς μας, ωστόσο τα φυτά δεν μπορούν να κάνουν χρήση του αζώτου στη μορφή στην οποία βρίσκεται στην ατμόσφαιρα. Μόνο ορισμένα βακτήρια που είναι ελεύθερης διαβίωσης και συμβιωτικά με τα φυτά (κυρίως συμβιωτικοί οργανισμοί με ψυχανθή) μπορούν να μετατρέπουν το ατμοσφαιρικό άζωτο σε μια μορφή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τα φυτά. Για να μπορεί το έδαφος να ανανεώνει τα αποθέματα αζώτου του, στο πλαίσιο των παραδοσιακών πρακτικών γεωργίας η γη τίθεται υπό αγρανάπαυση ή φυτεύονται ψυχανθή μεταξύ της συγκομιδής και της επόμενης σποράς.
For references, please go to https://eea.europa.eu./el/simata-eop-2010/simata-2019/arthra/metaballomena-menoy-metaballomena-topia-2014 or scan the QR code.
PDF generated on 23/12/2024 03:57
Engineered by: Η Ομάδα διαδικτύου του ΕΟΠ
Software updated on 26 September 2023 08:13 from version 23.8.18
Software version: EEA Plone KGS 23.9.14
Ενέργειες Εγγράφων
Μοιραστείτε το με τους άλλους