All official European Union website addresses are in the europa.eu domain.
See all EU institutions and bodiesΚάντε κάτι για τον πλανήτη μας, τυπώστε αυτή τη σελίδα μόνο εάν είναι απαραίτητο. Ακόμη και μια μικρή δράση μπορεί να κάνει μια τεράστια διαφορά όταν την κάνουν εκατομμύρια άνθρωποι !
Article
Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ευρώπη, στο κρατίδιο της Orissa που βρέχεται από τον κόλπο της Βεγγάλης, τα φορτηγά πηγαινοέρχονται κατά χιλιάδες χωρίς σταματημό. Βρισκόμαστε στην ανατολική Ινδία, θρυλική πηγή του ορυκτού πλούτου της χώρας και βασικό προμηθευτή πρώτων υλών για την παγκόσμια βιομηχανική ανάπτυξη κατά το παρελθόν. Ο ορυκτός πλούτος της περιοχής εξακολουθεί ωστόσο να θεωρείται από τους πολυτιμότερους στον κόσμο και μια νέα βιομηχανική επανάσταση βρίσκεται ίσως εδώ μόλις στο ξεκίνημά της.
Από την κατάσταση αυτή, οι ιθαγενείς που ζουν στα δάση της περιοχής έχουν πολύ λίγα να κερδίσουν και πολλά να χάσουν. Οι άνθρωποι αυτοί δεν προστατεύονται επαρκώς, αφού τα δικαιώματά τους δεν έχουν καθοριστεί ούτε αναγνωριστεί ποτέ. Σε ένα μικρό χωριό ιθαγενών, στη δασική έκταση που καλύπτει την περιφέρεια του Gajapati, η Gangi Bhuyan και ο σύζυγός της Sukru Bhuyan, μαζί με τα μικρά παιδιά τους, ζουν μέσα και γύρω από το δάσος.
Για πέντε περίπου μήνες κάθε χρόνο η οικογένεια τρέφεται από ένα χωράφι που δεν ξεπερνά τα δύο στρέμματα, το οποίο καλλιεργούν στις παρυφές του δάσους κοντά στο χωριό τους, που ονομάζεται Raibada. Κατά τη διάρκεια αυτών των πέντε μηνών, προμηθεύονται επίσης λαχανικά, σπόρους, φρούτα, θεραπευτικά βότανα και δομικά υλικά (π.χ. χορτάρι) από το δάσος. Για τέσσερις ακόμα μήνες, το δάσος είναι η βασική πηγή τροφής τους. Χωρίς το δάσος θα πέθαιναν από πείνα. Για τους υπόλοιπους τρεις μήνες αναγκάζονται να μετακινηθούν σε μεγάλες πόλεις, όπως το Μπανγκαλόρ και το Μουμπάι, όπου απασχολούνται σε χειρωνακτικές εργασίες.
Το κρατίδιο της Orissa, που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της ινδικής χερσονήσου, στον κόλπο της Βεγγάλης, είναι τόπος πλούσιος σε ορυκτές ύλες. Θεωρείται μάλιστα ως ένα από τα πιο πλούσια σε φυσικούς πόρους κρατίδια της Ινδίας. Από άποψη ποιότητας, οι ορυκτές ύλες που συναντώνται στην Orissa θεωρούνται από τις καλύτερες στον κόσμο.
Χάρη στην αφθονία των ανεκμετάλλευτων ακόμα αποθεμάτων άνθρακα, σιδηρομεταλλεύματος, βωξίτη, χρωμίτη, ασβεστόλιθου, δολομίτη, μαγγανίου, γρανίτη, κασσίτερου, νικελίου, βαναδίου και πολύτιμων λίθων, το κρατίδιο οδεύει με άλματα προς την εκβιομηχάνιση. Όσον αφορά ορισμένα ορυκτά, η Orissa φιλοξενεί επίσης σημαντικό μερίδιο των παγκόσμιων αποθεμάτων, από άποψη όχι μόνο ποσότητας αλλά και ποιότητας. Κατά συνέπεια, η πρόσβαση στον πλούτο αυτό δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορες τις διεθνείς εταιρείες.
Ορισμένα από τα ορυκτά της περιοχής χρησιμοποιούνται στην Ινδία αλλά αξιόλογες ποσότητες διοχετεύονται και αλλού: Κίνα, Ιαπωνία, Νότια Αφρική, Ρωσία, Κορέα, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Ινδονησία, Ουκρανία, Νεπάλ, Ηνωμένες Πολιτείες και φυσικά Ευρωπαϊκή Ένωση (Ota, Α. Β., 2006).
Η Orissa, με τον συνδυασμό του υπόγειου πλούτου και της επίγειας φτώχειας της, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των διαφόρων ρηγμάτων του παγκοσμιοποιημένου κόσμου. Εδώ συναντιόνται η ανισότητα με την αμείλικτη ζήτηση για φυσικούς πόρους και την εξαναγκαστική μετανάστευση. Ενώ η μεταλλευτική δραστηριότητα στην Orissa φέρνει οικονομικά οφέλη στην περιοχή, τα οφέλη αυτά δεν μοιράζονται με δίκαιο τρόπο. Για τους ιθαγενείς των δασών το τίμημα είναι υψηλό, αφού τα σπίτια τους κινδυνεύουν, καθώς οι εταιρίες εξόρυξης επιδιώκουν όλο και μεγαλύτερη πρόσβαση στη γη τους.
Ποσοστό 60 % των ιθαγενών της Orissa ζουν σε εδάφη πλούσια σε ορυκτές ύλες. Ωστόσο, τα δικαιώματά τους στη γη αυτή δεν καταγράφονται πουθενά. Μετατοπίσεις πληθυσμών ιθαγενών στο όνομα σχεδίων οικονομικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης της μεταλλευτικής δραστηριότητας, γίνονταν και στο παρελθόν. Η κλίμακα όμως των μετατοπίσεων αυτών έχει αλλάξει κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με αποτέλεσμα ο αριθμός και η έκταση των μετατοπίσεων να έχει ενταθεί, ιδίως ως αποτέλεσμα των οικονομικών εξελίξεων μετά το 1991 (Ota, A. B., 2006).
Στην Ευρώπη, η εξάρτησή μας από τους φυσικούς πόρους, ως μέσο τροφοδότησης της οικονομικής ανάπτυξης και του πλούτου μας, είναι μεγάλη. Οι πόροι που καταναλώνουμε υπερβαίνουν πλέον τις τοπικά διαθέσιμες ποσότητες με αποτέλεσμα να εξαρτιόμαστε όλο και περισσότερο από πόρους προερχόμενους από άλλες περιοχές του πλανήτη.
Πράγματι, περισσότερο από 20 % των πρώτων υλών που χρησιμοποιούμε στην Ευρώπη προέρχονται από εισαγωγές. Έμμεσα χρησιμοποιούμε μάλιστα σημαντικά υψηλότερες ποσότητες πρώτων υλών, καθώς εισάγουμε επίσης τελικά προϊόντα που κατασκευάζονται αλλού.
Η εξάρτησή μας από τις εισαγωγές είναι ιδιαίτερα σοβαρή σε ό,τι αφορά τα καύσιμα και τα μεταλλευτικά προϊόντα. Η Ευρώπη είναι επίσης καθαρός εισαγωγέας ζωοτροφών και σιτηρών για παραγωγή κρέατος και γαλακτοκομικών. Τέλος, ποσοστό άνω του 50 % των προμηθειών μας σε ψάρια καλύπτεται από εισαγωγές με αποτέλεσμα, αφού εξαντλήσαμε τα δικά μας αλιευτικά αποθέματα, να κάνουμε τώρα το ίδιο και σε άλλες περιοχές του πλανήτη.
Οι περιβαλλοντικές πιέσεις που συνδέονται με την εξόρυξη πόρων και την παραγωγή εμπορικών αγαθών – όπως τα απόβλητα που προκύπτουν ή το νερό και η ενέργεια που χρησιμοποιούνται – έχουν επιπτώσεις στις χώρες προέλευσης. Οι επιπτώσεις ως προς τους πόρους μπορούν να είναι σημαντικές – στην περίπτωση των ηλεκτρονικών υπολογιστών ή των κινητών τηλεφώνων οι επιπτώσεις αυτές μπορούν να είναι πολλαπλάσιες σε σημασία απ’ ό,τι το ίδιο το προϊόν. Ωστόσο, παρά τη σημασία τους, οι πιέσεις αυτές σπάνια αντικατοπτρίζονται στις τιμές ή σε άλλες ενδείξεις που καθοδηγούν τις αποφάσεις των καταναλωτών.
Ένα ακόμη παράδειγμα των φυσικών πόρων που ενσωματώνονται στα εμπορικά αγαθά είναι το νερό που απαιτείται σε αναπτυσσόμενες περιοχές για την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων εξαγόμενων προϊόντων διατροφής και ινών. Η παραγωγή αυτή καταλήγει σε μια έμμεση και συχνά υπονοούμενη απλώς εξαγωγή υδάτινων πόρων. Για παράδειγμα, το 84 % των υδάτων που χρησιμοποιούνται για τις ανάγκες της ΕΕ σε βαμβάκι βρίσκονται εκτός ευρωπαϊκής επικράτειας, κυρίως σε περιοχές με λειψυδρία και εντατική άρδευση.
Η χρήση των φυσικών πόρων άπτεται μιας σειράς περιβαλλοντικών και κοινωνικοοικονομικών θεμάτων.
Τα οικονομικά των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας (ΤΕΕΒ) είναι μία διαδικασία που στοχεύει στην βασική ανάλυση της παγκόσμιας οικονομικής σημασίας της βιοποικιλότητας, ρίχνοντας φως στους δεσμούς μεταξύ απώλειας της βιοποικιλότητας και φτώχειας.
Οι ερευνητές που συμμετέχουν στην TEEB προσπάθησαν να προσδιορίσουν τους άμεσους αποδέκτες πολλών από τις υπηρεσίες που προσφέρουν τα οικοσυστήματα και η βιοποικιλότητα . «Η απάντηση», όπως γράφει ο Pavan Sukhdev, επικεφαλής της πρωτοβουλίας της UNEP για την πράσινη οικονομία, «είναι ότι πρόκειται κυρίως για τους φτωχούς». Τα βιοποριστικά μέσα που επηρεάζονται περισσότερο είναι η γεωργία αυτοσυντήρησης, η κτηνοτροφία, η αλιεία και η άτυπη δασοκομία – οι περισσότεροι φτωχοί του πλανήτη εξαρτώνται από αυτά (EΚ, 2008).
Ο αντίκτυπος της απώλειας βιοποικιλότητας στην Ινδία έχει επίσης σοβαρές επιπτώσεις για τις γυναίκες, καθώς επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον ρόλο τους ως συλλεκτών σε δασικό περιβάλλον. Μελέτες για τις κοινότητες ιθαγενών στις περιοχές της Orissa και του Chattisgarh έχουν δείξει πως η αποψίλωση έχει οδηγήσει σε απώλεια βιοποριστικών μέσων, αναγκάζοντας πολλές γυναίκες να περπατούν τετραπλάσια απόσταση σε σχέση με πριν προκειμένου να βρουν όσα χρειάζονται στο δάσος, ενώ δυσκολεύονται επίσης να προμηθευτούν τα θεραπευτικά βότανα που έχουν εξαντληθεί. Η απώλεια αυτή ισοδυναμεί με μείωση εισοδημάτων, αύξηση του μόχθου και επίδραση στη φυσική υγεία. Υπάρχουν επίσης στοιχεία που υποδηλώνουν ότι ο ρόλος της γυναίκας στην οικογένεια αναγνωρίζεται περισσότερο στα χωριά με επαρκή πρόσβαση στο δάσος, οπότε και η συνεισφορά της γυναίκας στο εισόδημα του νοικοκυριού είναι μεγαλύτερη, σε σύγκριση με χωριά που στερούνται φυσικών πόρων (Sarojini Thakur, 2008).
Στην Ευρώπη, οι επιπτώσεις από την περιβαλλοντική υποβάθμιση δεν γίνονται πάντα άμεσα αισθητές, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Για τους φτωχούς, όμως, που εξαρτώνται άμεσα από το περιβάλλον για την τροφή και τη στέγασή τους, οι συνέπειες αυτές μπορεί να είναι σοβαρές. Τα πιο αδύναμα στρώματα της κοινωνίας σηκώνουν συχνά το μεγαλύτερο βάρος από την καταστροφή των φυσικών συστημάτων, ενώ τα οφέλη που αποκομίζουν, αν υπάρχουν, είναι συνήθως απειροελάχιστα.
Οι ετήσιες απώλειες φυσικού κεφαλαίου υπολογίζονται κατά κανόνα σε μερικές μόνο ασήμαντες ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Εάν, όμως, επανεκφραστούν με ανθρώπινους όρους, βάσει της αρχής της δικαιοσύνης και της γνώσης μας σχετικά με την κατεύθυνση των οφελών της φύσης – δηλαδή προς τους φτωχούς – τότε το επιχείρημα για τον περιορισμό των απωλειών αυτών αποκτά σημαντικότατο έρεισμα.
Το επιχείρημα αυτό ισχύει για κάθε γωνιά του πλανήτη. Αφορά το δικαίωμα των φτωχών αυτού του κόσμου στα μέσα βιοπορισμού που τους προσφέρει η φύση, και τα οποία αντιπροσωπεύουν τα μισά ή περισσότερα ακόμα από τα υπάρχοντά τους και είναι για εκείνους αναντικατάστατα (EΚ, 2008).
Οι έννοιες «φυσικό κεφάλαιο» και «οικοσυστημικές υπηρεσίες » βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων γύρω από τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον. Για να τις κατανοήσουμε, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε τι ακριβώς κάνουν τα φυσικά συστήματα για μας.
Ας πάρουμε π.χ. τα δάση. Μπορούν καταρχάς να μας παρέχουν κάθε είδους τροφή: φρούτα, μέλι, μανιτάρια, κρέας κ.λπ. Με σωστή διαχείριση, μπορούν επίσης να παρέχουν βιώσιμη ροή πόρων, όπως η ξυλεία, για την οικονομία. Τα δάση όμως προσφέρουν ακόμη περισσότερα. Για παράδειγμα, τα δέντρα και η βλάστηση βοηθούν στη διασφάλιση ενός υγιούς κλίματος, σε τοπική και παγκόσμια κλίμακα, απορροφώντας ρυπογόνα στοιχεία και αέρια του θερμοκηπίου. Τα εδάφη των δασών αποσυνθέτουν απόβλητα και καθαρίζουν το νερό, ενώ οι άνθρωποι ταξιδεύουν συχνά μακρινές αποστάσεις για να χαρούν την ομορφιά και τη γαλήνη των δασών ή να απολαύσουν αγαπημένες τους συνήθειες, όπως το κυνήγι.
Όλες αυτές οι υπηρεσίες – προμήθεια τροφών και ινών, ρύθμιση του κλίματος κ.λπ. – είναι ανεκτίμητες. Θα πληρώναμε πράγματι πολλά για μηχανές που θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τα οικοσυστήματα ως μια μορφή κεφαλαίου, η οποία παρέχει υπηρεσίες στον κάτοχό του αλλά συχνά και σε άλλους ανθρώπους, είτε δίπλα είτε μακριά μας (όπως στην περίπτωση της ρύθμισης του κλίματος). Είναι επομένως εξαιρετικά σημαντικό να διατηρήσουμε το φυσικό αυτό κεφάλαιο – χωρίς να υπερεκμεταλλευόμαστε τα οικοσυστήματα και χωρίς να τα ρυπαίνουμε υπερβολικά –, εάν θέλουμε να συνεχίσει να μας προσφέρει τις εξαιρετικά πολύτιμες υπηρεσίες του.
Η πρωταρχική αιτία της απώλειας της δασικής βιοποικιλότητας είναι ότι δεν κατανοούμε ορθά την αξία της. Για παράδειγμα, η απόφαση για τη μετατροπή ενός εκταρίου δασικής έκτασης με πλούσια βιοποικιλότητα σε έκταση χρησιμοποιούμενη για αγροκαλλιέργειες ή δόμηση βασίζεται συνήθως στα άμεσα προσφερόμενα οφέλη. Στην περίπτωση αυτή, πολύ λίγη σημασία δίνουμε στις πολλές αλλά μη μετρήσιμες οικολογικές υπηρεσίες που μας παρέχουν αυτά τα οικοσυστήματα.
Θεραπευτικά βότανα στα δάση της Ινδίας
Εκτός από πλούσια χλωρίδα και πανίδα, η Ινδία φιλοξενεί και ένα από τα σημαντικότερα παγκόσμια αποθέματα θεραπευτικών φυτών. Έως 8 000 είδη φυτών χρησιμοποιούνται σε τακτική βάση ως θεραπευτικά προϊόντα από τους ανθρώπους στην Ινδία, εκ των οποίων ποσοστό 90–95 % προέρχεται από τα δάση. Λιγότερα από 2 000 τέτοια είδη έχουν καταγραφεί επισήμως από το ινδικό φαρμακευτικό σύστημα. Οι πληροφορίες για τα υπόλοιπα παραμένουν μη καταγεγραμμένες και διαδίδονται προφορικά ως παραδοσιακή γνώση. Μόλις 49 από τα είδη αυτά χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη ιατρική.
Η βιοποικιλότητα συνιστά ένα είδος προστασίας από τις ανθρώπινες ασθένειες – μια τράπεζα γνώσης που κρύβει πιθανούς τρόπους ίασης για ασθένειες όπως ο καρκίνος και το AIDS. Για παράδειγμα, ο φλοιός της κιγχόνης περιέχει μια ουσία που χρησιμοποιείται κατά της ελονοσίας. Πολύ συχνά ο άνθρωπος αγνοεί παντελώς τι χάνει ακριβώς με την εξαφάνιση ενός φυσικού είδους.
Η παρούσα ενότητα βασίζεται στην έκθεση με τίτλο Green accounting for Indian states project: the value of biodiversity in India’s forests (Πράσινη λογιστική για το σχέδιο των ινδικών κρατιδίων: η αξία της βιοποικιλότητας στα δάση της Ινδίας) (Gundimeda et al., 2006).
Η παγκοσμιοποίηση ταυτίζεται συχνά με τη μετακίνηση, π.χ. ανθρώπων, αγαθών, πλούτου και γνώσης. Το να μένουμε ακίνητοι ή αμετακίνητοι δεν υπολογίζεται γενικά μεταξύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα οποία δίνουμε προτεραιότητα. Οι άνθρωποι όμως που ζουν στα δάση της Orissa, καθώς και πολλοί άλλοι, παρακαλούν συχνά για ένα πράγμα: να μπορέσουν να μείνουν εκεί που βρίσκονται, εκεί όπου έχουν τροφή, στέγη και επικοινωνία με την οικογένεια και τη φυλή τους. Εκεί όπου για γενιές ολόκληρες νιώθουν σίγουροι και ασφαλείς.
Πράγματι, καθώς ένα τεράστιο κύμα ανθρώπων μετακινείται προς τις πόλεις και τις αστικές περιοχές, πρέπει να σκεφτούμε πώς θα δώσουμε σε κάποιους τη δυνατότητα να παραμείνουν στον τόπο τους.
For references, please go to https://eea.europa.eu./el/simata-eop-2010/semata-2011/arthra/katanemontas-ton-ployto-tis-fysis or scan the QR code.
PDF generated on 23/12/2024 06:41
Engineered by: Η Ομάδα διαδικτύου του ΕΟΠ
Software updated on 26 September 2023 08:13 from version 23.8.18
Software version: EEA Plone KGS 23.9.14
Ενέργειες Εγγράφων
Μοιραστείτε το με τους άλλους