All official European Union website addresses are in the europa.eu domain.
See all EU institutions and bodiesΚάντε κάτι για τον πλανήτη μας, τυπώστε αυτή τη σελίδα μόνο εάν είναι απαραίτητο. Ακόμη και μια μικρή δράση μπορεί να κάνει μια τεράστια διαφορά όταν την κάνουν εκατομμύρια άνθρωποι !
Η μέση ετήσια θερμοκρασία του αέρα στην Ευρώπη έχει αυξηθεί κατά 0,3-0,6°C από το 1900. Τα κλιματολογικά μοντέλα προβλέπουν περαιτέρω αύξηση, πάνω από τα επίπεδα του 1990, της τάξης των 2°C μέχρι το 2100. Προβλέπεται επίσης ότι η αύξηση αυτή θα είναι μεγαλύτερη στη Βόρεια Ευρώπη από ό,τι στη Νότια Ευρώπη. Στις πιθανές επιπτώσεις συγκαταλέγονται η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, οι συχνότερες και σφοδρότερες καταιγίδες, πλημμύρες και ξηρασίες, καθώς και οι μεταβολές στα έμβια όντα και την παραγωγικότητα όσον αφορά τις τροφές. Η σοβαρότητα αυτών των συνεπειών εξαρτάται εν μέρει από το βαθμό στον οποίο θα εφαρμοστούν κάποια μέτρα προσαρμογής στα επόμενα χρόνια, αλλά και στις επόμενες δεκαετίες.
Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας δεν θα υπερβεί τους 0,1°C βαθμούς ανά δεκαετία και ότι η στάθμη της θάλασσας δεν θα ανέρχεται περισσότερο από 2 εκατοστά ανά δεκαετία (προσωρινά όρια που έχουν γίνει αποδεκτά για τη βιωσιμότητα), οι εκβιομηχανισμένες χώρες θα πρέπει μέχρι το 2010 να μειώσουν τις εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου (διοξείδιο του άνθρακα, μεθάνιο, νιτρικό οξύ, διάφορες αλογονούχες ενώσεις) κατά 30-55% τουλάχιστον σε σχέση με τα επίπεδα του 1990.
Οι μειώσεις είναι πολύ μεγαλύτερες από τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι ανεπτυγμένες χώρες κατά την τρίτη διάσκεψη των χωρών που έχουν υπογράψει τη σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις κλιματικές μεταβολές (UNFCCC), η οποία έλαβε χώρα στο Κυότο τον Δεκέμβριο του 1997. Με βάση τις εν λόγω δεσμεύσεις, οι εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου πρόκειται να μειωθούν κατά 8% κάτω από τα επίπεδα του 1990 μέχρι το 2010 στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Ορισμένες χώρες ΚΑΕ δεσμεύτηκαν για μείωση των αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 5% έως 8% μέχρι το 2010 σε σχέση με τα επίπεδα του 1990, ενώ η Ρωσική Ομοσπονδία και η Ουκρανία υποσχέθηκαν να σταθεροποιήσουν τις εκπομπές τους στα επίπεδα του 1990.
Είναι αβέβαιο κατά πόσο η ΕΕ θα επιτύχει τον αρχικό στόχο της UNFCCC, που τέθηκε το 1992, για τη σταθεροποίηση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (το σημαντικότερο από τα αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου) το 2000 στα επίπεδα του 1990, διότι σήμερα προβλέπεται ότι οι εκπομπές το 2000 θα είναι κατά 5% πάνω από τα επίπεδα του 1990. Επιπλέον, σε αντίθεση με το στόχο του Κυότο για τη μείωση των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου κατά 8% μέχρι το 2010 (για ένα σύνολο έξι αερίων, στα οποία συμπεριλαμβάνεται το διοξείδιο του άνθρακα), το τελευταίο σενάριο (προ του Κυότο) της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων που κινείται στο γνώριμο πλαίσιο της πεπατημένης, κάνει λόγο για αύξηση κατά 8% στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από το 1990 έως το 2010, προβλέποντας ότι το μεγαλύτερο ποσοστό της εν λόγω αύξησης (39%) θα αφορά τον τομέα των μεταφορών.
Η πρόταση για ένα από τα βασικότερα μέτρα σε επίπεδο Κοινότητας, δηλαδή για το φόρο ενέργειας/άνθρακα, δεν έχει γίνει ακόμη δεκτή, αλλά ορισμένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης έχουν ήδη επιβάλει ανάλογους φόρους (Αυστρία, Δανία, Φινλανδία, Κάτω Χώρες, Νορβηγία και Σουηδία). Εκτός αυτού, υπάρχουν περιθώρια και για άλλα είδη μέτρων με στόχο τη μείωση των εκπομπών CO2, μερικά από τα οποία λαμβάνονται σήμερα από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και από την ΕΕ. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται τα προγράμματα για την αποτελεσματική χρήση της ενέργειας, οι εγκαταστάσεις συνδυασμένης παραγωγής ηλεκτρισμού και θέρμανσης, η αλλαγή στη χρήση καυσίμου από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο και/ή την ξυλεία, τα μέτρα που αποσκοπούν στην αλλαγή των ποσοστών χρήσης των μεταφορικών μέσων στον τομέα των μεταφορών, καθώς και τα μέτρα που στοχεύουν στην απορρόφηση του άνθρακα (αύξηση των εστιών απορρόφησης του άνθρακα) μέσω της αναδάσωσης.
Η χρήση της ενέργειας, με τα ορυκτά καύσιμα να κατέχουν τη μερίδα του λέοντος, αποτελεί τον παράγοντα που επηρεάζει κατά μείζονα λόγο τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Στη Δυτική Ευρώπη, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τη χρήση ορυκτών καυσίμων σημείωσαν πτώση κατά 3% μεταξύ 1990 και 1995, λόγω της ύφεσης στην οικονομία, της αναδιάρθρωσης της βιομηχανίας στη Γερμανία και της μετάβασης από τον άνθρακα στο φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Οι τιμές της ενέργειας στη Δυτική Ευρώπη ήταν σταθερές κατά την τελευταία δεκαετία, αλλά και σχετικά χαμηλές σε σύγκριση με τις τιμές κατά το απώτερο παρελθόν, αποτελώντας αντικίνητρο για τη βελτίωση της απόδοσης. Η ένταση της ενέργειας (τελική κατανάλωση ενέργειας ανά μονάδα ΑΕΠ) μειώθηκε με ρυθμό μόλις 1% ετησίως από το 1980.
Οι τάσεις στη χρήση ενέργειας άλλαξαν αισθητά από το 1980 έως το 1995. Η χρήση ενέργειας στον τομέα των μεταφορών αυξήθηκε κατά 44%, η βιομηχανική χρήση ενέργειας μειώθηκε κατά 8% και η χρήση άλλων καυσίμων αυξήθηκε κατά 7%, ποσοστά που αποτυπώνουν κυρίως την αύξηση στις οδικές μεταφορές και την απομάκρυνση από τη βαριά βιομηχανία που κάνει εντατική χρήση ενέργειας. Η συνολική κατανάλωση ενέργειας αυξήθηκε κατά 10% στο διάστημα μεταξύ 1985 και 1995.
Η συμμετοχή της πυρηνικής ενέργειας στη συνολική παροχή ενέργειας αυξήθηκε από 5 σε 15% στη Δυτική Ευρώπη μεταξύ 1980 και 1994, ενώ η Σουηδία και η Γαλλία καλύπτουν με την πυρηνική ενέργεια το 40% των συνολικών ενεργειακών αναγκών τους.
Στην Ανατολική Ευρώπη, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από χρήση ορυκτών καυσίμων μειώθηκαν κατά 19% μεταξύ 1990 και 1995, κυρίως λόγω της οικονομικής αναδιάρθρωσης. Η χρήση ενέργειας για τις μεταφορές μειώθηκε κατά 3% στην ΚΑΕ κατά τη διάρκεια αυτής της πενταετίας, ενώ μειώθηκε κατά 48% στα ΝΑΚ. Η βιομηχανική χρήση ενέργειας μειώθηκε κατά 28% στην ΚΑΕ και κατά 38% στα ΝΑΚ. Η ένταση της ενέργειας στην ΚΑΕ είναι σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από ό,τι στη Δυτική Ευρώπη, ενώ στα ΝΑΚ είναι κατά πάσα πιθανότητα πέντε φορές μεγαλύτερη. Επομένως, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια για εξοικονόμηση ενέργειας. Με βάση το σενάριο "της πεπατημένης", η χρήση ενέργειας το 2010 αναμένεται να είναι κατά 11% μικρότερη σε σχέση με το 1990 στα ΝΑΚ, και 4% μεγαλύτερη σε σχέση με το 1990 στην ΚΑΕ.
Η συμμετοχή της πυρηνικής ενέργειας στη συνολική παροχή ενέργειας αυξήθηκε από 2 σε 6% στα ΝΑΚ και από 1 σε 5% στην ΚΑΕ μεταξύ 1980 και 1994. Στη Βουλγαρία, τη Λιθουανία και τη Σλοβενία, η πυρηνική ενέργεια καλύπτει σχεδόν το 25% των συνολικών ενεργειακών αναγκών.
Οι εκπομπές μεθανίου στην ΚΑΕ και τα ΝΑΚ μειώθηκαν κατά 40% μεταξύ 1980 και 1995. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια για περαιτέρω μείωση σε ολόκληρη την Ευρώπη, και ιδίως από τα δίκτυα διανομής αερίου και την εξόρυξη άνθρακα. Οι εκπομπές νιτρικού οξέος από τη βιομηχανία και τη χρήση ορυκτών λιπασμάτων μπορούν επίσης να μειωθούν και άλλο σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι εκπομπές χλωροφθορανθράκων μειώθηκαν με γρήγορους ρυθμούς, υποχωρώντας από τις μέγιστες τιμές τους καθώς η παραγωγή και η χρήση τους καταργείται σταδιακά. Ωστόσο, η χρήση και η εκπομπή των υποκαταστάτων τους, δηλαδή των υδροχλωροφθορανθράκων (που είναι επίσης αέρια που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου), αυξάνεται. Αύξηση παρατηρείται και στις εκπομπές αερίων που συμπεριλήφθηκαν σχετικά πρόσφατα στον κατάλογο αυτών που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, όπως το εξαφθοριούχο θείο (SF6), οι υδροφθοράνθρακες (HFC) και οι υπερφθοράνθρακες (PFC), και τα οποία αποτελούν μέρος του συνόλου των αερίων που συζητήθηκαν στο Κυότο και συμφωνήθηκαν τελικά κάποιοι στόχοι για τη μείωση των εκπομπών τους.
Εκπομπές CO2 στην Ευρώπη, 1980-1995 Πηγή: ΕΟΠ-ΕΘΚ/ΑΕΤα μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο μιας διεθνούς πολιτικής με στόχο την προστασία της στιβάδας του όζοντος οδήγησαν στη μείωση της ετήσιας παγκόσμιας παραγωγής ουσιών που εξασθενίζουν το όζον κατά 80-90% σε σχέση με τη μέγιστη τιμής της. Οι ετήσιες εκπομπές μειώθηκαν επίσης με γρήγορους ρυθμούς. Ωστόσο, ο ρυθμός εξέλιξης των διεργασιών στην ατμόσφαιρα είναι τόσο βραδύς ώστε δεν έχουν γίνει ακόμη ορατά τα αποτελέσματα της διεθνούς κλίμακας μέτρων όσον αφορά τις συγκεντρώσεις όζοντος στη στρατόσφαιρα ή την ποσότητα της υπεριώδους -B (UV-B) ακτινοβολίας που φθάνει στην επιφάνεια της γης.
Η δραστηριότητα εξασθένισης του όζοντος από όλα τα χλωριούχα και βρωμιούχα παράγωγα (χλωροφθονάνθρακες, αλογονούχοι υδρογονάνθρακες, κ.λπ.) στη στρατόσφαιρα αναμένεται να φθάσει στη μέγιστη τιμή της μεταξύ 2000 και 2010. Πάνω από την Ευρώπη, η ποσότητα του όζοντος στην ατμόσφαιρα μειώθηκε κατά 5% μεταξύ 1975 και 1995, επιτρέποντας τη διείσδυση περισσότερης ακτινοβολίας UB-B στα χαμηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας και μέχρι την επιφάνεια της γης.
Πρόσφατα παρατηρήθηκε μεγάλη κατά τόπους μείωση της συγκέντρωσης στρατοσφαιρικού όζοντος πάνω από τις περιοχές της Αρκτικής κατά την εαρινή περίοδο. Για παράδειγμα, η συνολική ποσότητα του όζοντος πάνω από το Βόρειο Πόλο σημείωσε πτώση κατά 40% κάτω από τα φυσιολογικά επίπεδα τον Μάρτιο του 1997. Η μείωση αυτή είναι ανάλογη, αν και λιγότερο δραματική, με αυτή που παρατηρήθηκε πάνω από την Ανταρκτική και υπογραμμίζει την ανάγκη για συνεχή πολιτική εγρήγορση όσον αφορά την εξασθένιση του στρατοσφαιρικού όζοντος.
Η επαναφορά της στιβάδας του όζοντος στα φυσιολογικά επίπεδα, μια διαδικασία που θα χρειαστεί πολλές δεκαετίες, μπορεί να επισπευστεί με την αύξηση του ρυθμού σταδιακής κατάργησης των υδροχλωροφθονανθράκων και του μεθυλοβρωμιδίου, την εξασφάλιση της ασφαλούς καταστροφής των χλωροφθονανθράκων και των αλογονούχων υδρογονανθράκων, σε χώρους αποθήκευσης και άλλες δεξαμενές, καθώς και με την πρόληψη του λαθρεμπορίου ουσιών που εξασθενίζουν το όζον.
Στο διάστημα που μεσολάβησε από την αξιολόγηση Dobris μέχρι σήμερα, υπήρξε κάποια μείωση του διοξειδίου του θείου, οξειδίων του αζώτου και αμμωνίας στα εσωτερικά νερά, ενώ παράλληλα πανίδα των ασπονδύλων παρουσιάζει μερική ανάκαμψη σε πολλές περιοχές. Το σφρίγος πολλών δασών εξακολουθεί να μειώνεται και, μολονότι η καταστροφή αυτή δεν σχετίζεται αναγκαστικά με την οξίνιση, ενδέχεται οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των όξινων αποθέσεων στα εδάφη να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο. Σε ευαίσθητες περιοχές, η οξίνιση προκαλεί αυξημένη κινητικότητα του αλουμινίου και των βαρέων μετάλλων, με συνέπεια τη ρύπανση των υπόγειων νερών.
Οι αποθέσεις ουσιών που συμβάλλουν στην οξίνιση έχουν μειωθεί από το 1985 περίπου μέχρι σήμερα. Ωστόσο, όσον αφορά τα κρίσιμα φορτία (τα επίπεδα απόθεσης πάνω από τα οποία μπορούν να αναμένονται μακροπρόθεσμες επιβλαβείς συνέπειες), παρατηρούνται ακόμη υπερβάσεις στο 10% περίπου της έκτασης της Ευρώπης, ιδίως στη Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη.
Οι εκπομπές διοξειδίου του θείου στην Ευρώπη μειώθηκαν κατά το ήμισυ μεταξύ 1980 και 1995. Οι συνολικές εκπομπές αζώτου (οξείδια του αζώτου και αμμωνία), οι οποίες παρέμεναν σχεδόν σταθερές μεταξύ 1980 και 1990, μειώθηκαν κατά 15% περίπου μεταξύ 1990 και 1995. Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στην ΚΑΕ και τα ΝΑΚ.
Ο τομέας των μεταφορών κατέστη η μεγαλύτερη πηγή εκπομπών οξειδίων του αζώτου, αντιπροσωπεύοντας το 60% του συνόλου των εκπομπών κατά το 1995. Από το 1980 έως το 1994, οι οδικές μεταφορές αγαθών αυξήθηκαν κατά 54%. Από το 1985 έως το 1995, οι οδικές μεταφορές επιβατών αυξήθηκαν κατά 46%, ενώ οι αεροπορικές μεταφορές επιβατών αυξήθηκαν κατά 67%.
Στη Δυτική Ευρώπη, η εισαγωγή καταλυτικών μεταλλακτών για τα καύσιμα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των εκπομπών από τον τομέα των μεταφορών. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά αποδίδουν αποτελέσματα με σχετική βραδύτητα λόγω του αργού ρυθμού ανανέωσης του στόλου των οχημάτων. Για περαιτέρω μείωση θα απαιτηθεί κατά πάσα πιθανότητα η λήψη φορολογικών μέτρων για τα καύσιμα και τα οχήματα.
Στην ΚΑΕ και τα ΝΑΚ, υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες για ανάπτυξη των ιδιωτικών μεταφορών, αλλά και μεγάλες δυνατότητες για βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης σε ολόκληρο τον τομέα των μεταφορών.
Τα μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο της πολιτικής για την καταπολέμηση της οξίνισης αποδείχτηκαν μόνο εν μέρει επιτυχή:
Το 1999 αναμένεται ότι θα είναι έτοιμο ένα πρωτόκολλο πολλαπλών ρύπων και πολλαπλών φαινομένων. Ο στόχος θα είναι ο καθορισμός νέων εθνικών ανωτάτων ορίων για τις εκπομπές, με γνώμονα την απόδοση σε σχέση με το κόστος, όσον αφορά τις ουσίες που συμβάλλουν στην οξίνιση και τις Πτητικές Οργανικές Ενώσεις Πλην Μεθανίου (ΠΟΕΠΜ).
Στην ΕΕ βρίσκονται εν εξελίξει διάφορα περαιτέρω μέτρα με στόχο την επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου του δεύτερου πρωτοκόλλου της CLRTAP για το θείο, στο πλαίσιο του 5ου ΠΠΔ, στα οποία περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων η μείωση της περιεκτικότητας σε θείο για τα παράγωγα του πετρελαίου, η μείωση εκπομπών από μεγάλες εκτάσεις καύσης, και ο καθορισμός ορίων για τις εκπομπές των οδικών οχημάτων. Προσωρινό στόχο της στρατηγικής της ΕΕ κατά της οξίνισης που συζητείται σήμερα, αποτελεί η μείωση κατά 55% των εκπομπών οξειδίων του αζώτου μεταξύ 1990 και 2010. Ιδιαίτερη μέριμνα θα χρειαστεί να ληφθεί για τις εκπομπές από τον τομέα των μεταφορών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επίτευξη του στόχου.
Συνολική περιοχή υπέρβασης του κρίσιμου φορτίου για το θείο και το άζωτο.
Πηγή: EMEP/MSC/W και CCE
Οι συγκεντρώσεις όζοντος (μέχρι 10-15 χιλιόμετρα από την επιφάνεια του εδάφους) πάνω από την Ευρώπη είναι χαρακτηριστικά υψηλότερες - τριπλάσιες έως τετραπλάσιες - σε σύγκριση με την προ-βιομηχανική εποχή, κυρίως εξαιτίας της πολύ μεγάλης αύξησης των εκπομπών οξειδίων του αζώτου από τη βιομηχανία και τα οχήματα από τη δεκαετία του 1950 και εξής. Η μεταβλητότητα της εμφάνισης των μετεωρολογικών φαινομένων από χρόνο σε χρόνο παρεμποδίζει την ανίχνευση τάσεων στην εμφάνιση επεισοδίων υψηλής συγκέντρωσης του όζοντος.
Ως προς τα όρια των συγκεντρώσεων, τα οποία έχουν καθοριστεί για την προστασία της υγείας του ανθρώπου, της βλάστησης και των οικοσυστημάτων, παρατηρούνται συχνά υπερβάσεις στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Η εισαγωγή 700 περίπου περιστατικών σε νοσοκομεία της ΕΕ κατά την περίοδο Μαρτίου-Οκτωβρίου (75% του συνολικού αριθμού εισήχθησαν σε νοσοκομεία της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας) μπορεί ίσως να αποδοθεί σε συγκεντρώσεις όζοντος που υπερέβησαν το όριο επικινδυνότητας για την υγεία. Πιθανολογείται ότι περίπου 330 εκατομμύρια άνθρωποι στην ΕΕ εκτίθενται σε ένα τουλάχιστον επεισόδιο υπέρβασης του ορίου ετησίως.
Υπέρβαση σημειώθηκε και όσον αφορά το όριο επικινδυνότητας για τη βλάστηση στις περισσότερες χώρες της ΕΕ κατά το 1995. Αρκετές χώρες ανέφεραν υπερβάσεις για περισσότερες από 150 ημέρες σε ορισμένες περιοχές. Κατά το ίδιο έτος, παρατηρήθηκαν υπερβάσεις στο σύνολο σχεδόν των δασικών και καλλιεργήσιμων εκτάσεων της ΕΕ.
Οι εκπομπές των σημαντικότερων πρόδρομων ουσιών του όζοντος, δηλαδή των οξειδίων του αζώτου και των Πτητικών Οργανικών Ενώσεων Πλην Μεθανίου (ΠΟΕΠΜ), αυξάνονταν μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στη συνέχεια σημείωσαν πτώση κατά 14% μεταξύ 1990 και 1994. Ο τομέας των μεταφορών αποτελεί την κυριότερη πηγή διοξειδίου του αζώτου. Οι μεταφορές αποτελούν επίσης την κυριότερη πηγή εκπομπών ΠΟΕΠΜ στη Δυτική Ευρώπη, ενώ στην ΚΑΕ και τα ΝΑΚ τα πρωτεία κατέχει η βιομηχανία.
Η ενδεχόμενη επίτευξη των στόχων για τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου, όπως αυτοί καθορίστηκαν στη σύμβαση σχετικά με τη διασυνοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση και στο πέμπτο Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Δράσης, θα οδηγήσει σε μείωση των μέγιστων συγκεντρώσεων του όζοντος μόνο κατά 5-10%. Η επίτευξη του μακροπρόθεσμου στόχου για τη μη υπέρβαση των καθορισθέντων ορίων θα εξαρτηθεί κατά μείζονα λόγο από τη μείωση των συνολικών συγκεντρώσεων του τροποσφαιρικού όζοντος. Προς τούτο θα απαιτηθούν μέτρα για τις εκπομπές των πρόδρομων ρύπων (οξείδια του αζώτου και ΠΟΕΠΜ), τα οποία να καλύπτουν το σύνολο του βορείου ημισφαιρίου. Ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα είναι ο καθορισμός πρόσθετων εθνικών ορίων για τις εκπομπές, στο πλαίσιο του νέου πρωτοκόλλου που θα καλύπτει πολλαπλούς ρύπους και πολλαπλές συνέπειες.
Ημερήσιες μέγιστες συγκεντρώσεις όζοντος κατά το καλοκαίρι
Πηγή: ΕΟΠ-ΕΘΚ/ΠΑ
Μετά τη δημοσίευση της αξιολόγησης του Dobris, η βιομηχανία χημικών στη Δυτική Ευρώπη εξακολούθησε να αναπτύσσεται και μάλιστα από το 1993 και εξής η παραγωγή αυξανόταν με ταχύτερους ρυθμούς σε σύγκριση με το ΑΕΠ. Η παραγωγή στην ΚΑΕ και τα ΝΑΚ σημείωσε αισθητή πτώση από το 1989 και μετέπειτα, παράλληλα με την πτώση του ΑΕΠ, αλλά από το 1993 και εξής η παραγωγή σημείωσε μερική ανάκαμψη σε ορισμένες χώρες. Το τελικό αποτέλεσμα όλων αυτών των εξελίξεων είναι ότι οι ροές χημικών ουσιών στο πλαίσιο της οικονομίας σε ολόκληρη την Ευρώπη παρουσίασαν αύξηση.
Τα στοιχεία σχετικά με τις εκπομπές σπανίζουν, αλλά οι χημικές ουσίες είναι ευρέως διαδεδομένες σε όλα τα περιβαλλοντικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων και των ζωϊκών και ανθρώπινων ιστών. Ο Ευρωπαϊκός κατάλογος των χημικών ουσιών που κυκλοφορούν στο εμπόριο απαριθμεί περισσότερες από 100.000 χημικές ενώσεις. Ο κίνδυνος που συνεπάγονται πολλές από αυτές τις χημικές ουσίες παραμένει ασαφής, λόγω έλλειψης στοιχείων σχετικά με τις συγκεντρώσεις τους και τους τρόπους που αποβάλλονται και συσσωρεύονται στο περιβάλλον και στη συνέχεια επιδρούν στον άνθρωπο και σε άλλες μορφές ζωής.
Υπάρχουν ωστόσο, κάποια στοιχεία - π.χ., σχετικά με τα βαρέα μέταλλα και τους ανθεκτικούς οργανικούς ρύπους (ΑΟΡ). Μολονότι οι εκπομπές μερικών από αυτές τις ουσίες παρουσιάζουν πτωτική πορεία, οι συγκεντρώσεις τους στο περιβάλλον παραμένουν ανησυχητικές, ιδίως σε ορισμένες εξαιρετικά ρυπασμένες περιοχές και εστίες απορρόφησης όπως η Αρκτική και η Βαλτική Θάλασσα. Παρ' όλο που ορισμένοι γνωστοί ΑΟΡ βρίσκονται σε φάση σταδιακής κατάργησης, πολλοί άλλοι με παρόμοιες ιδιότητες εξακολουθούν να παράγονται σε μεγάλες ποσότητες.
Πρόσφατα εκφράστηκαν ανησυχίες για τις λεγόμενες "ουσίες που διαταράσσουν τη φυσική ενδοκρινική λειτουργία", δηλαδή τους ΑΟΡ και ορισμένες οργανομεταλλικές ενώσεις, κυρίως ως προς το ότι αποτελούν πιθανή αιτία διαταραχών στον αναπαραγωγικό κύκλο της άγριας πανίδας και του ανθρώπου. Μολονότι υπάρχουν παραδείγματα τέτοιου είδους επιδράσεων κυρίως σε ζώα της θάλασσας, τα διαθέσιμα έως σήμερα στοιχεία είναι ανεπαρκή για να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ αυτών των χημικών ουσιών και των συμπτωμάτων στην αναπαραγωγική υγεία του ανθρώπου.
Λόγω της δυσκολίας και του κόστους που συνεπάγεται η εκτίμηση της τοξικότητας των πολυάριθμων πιθανώς επικίνδυνων χημικών ουσιών που χρησιμοποιούνται, και ιδίως εκείνων που πιθανολογείται ότι προκαλούν αναπαραγωγικές και νευροτοξικολογικές διαταραχές, ορισμένες σύγχρονες στρατηγικές ελέγχου - όπως αυτή που επελέγη στο πλαίσιο της Σύμβασης OSPAR (Σύμβαση του Όσλο και Παρισιού) για την προστασία της Βόρειας Θάλασσας - στοχεύουν πλέον στη μείωση του "φορτίου" των χημικών ουσιών που βρίσκονται στο περιβάλλον μέσω της κατάργησης ή της μείωσης της χρήσης και των εκπομπών τους. Η UNECE αναμένεται μέσα στο 1998 να δώσει την τελική μορφή σε δύο νέα πρωτόκολλα για τις εκπομπές τριών βαρέων μετάλλων και δεκαέξι ΑΟΡ στην ατμόσφαιρα στο πλαίσιο της σύμβασης σχετικά με τη διαμεθοριακή ρύπανση της ατμόσφαιρας σε μεγάλη απόσταση.
Μετά τη δημοσίευση της αξιολόγησης του Dobris, αναλήφθηκαν κάποιες νέες εθνικές και διεθνείς πρωτοβουλίες για τη μείωση των πιθανών επιπτώσεων από τις χημικές ουσίες στο περιβάλλον. Στις πρωτοβουλίες αυτές περιλαμβάνονται εθελοντικά προγράμματα μείωσης, φορολόγηση ορισμένων χημικών ουσιών και θέσπιση της δυνατότητας πρόσβασης του κοινού σε στοιχεία ανάλογα με αυτά που αναφέρονται στον κατάλογο τοξικών εκπομπών των ΗΠΑ, όπως π.χ. στο πλαίσιο της οδηγίας σχετικά με τη συνολική πρόληψη και μείωση της ρύπανσης στην ΕΕ. Υπάρχουν προοπτικές για ευρύτερη εφαρμογή τέτοιων μέσων σε όλα τα μέρη της Ευρώπης.
Μείωση των εκπομπών μολύβδου από τη βενζίνη, 1990-1996.
Πηγή: Οργανισμός Προστασίας του
Περιβάλλοντος, Δανία
Η καταγραφείσα συνολική παραγωγή αποβλήτων στην Ευρώπη των χωρών ΟΟΣΑ αυξήθηκε κατά 10% περίπου μεταξύ 1990 και 1995. Ωστόσο, ένα μέρος της προφανούς αύξησης μπορεί να οφείλεται στη βελτίωση της παρακολούθησης και της καταγραφής των αποβλήτων. Η έλλειψη εναρμόνισης και η ατελής συγκέντρωση στοιχείων εξακολουθούν να δυσχεραίνουν το έργο της παρακολούθησης των τάσεων, καθώς και τις προσπάθειες βελτίωσης της στοχοθέτησης των πρωτοβουλιών στο πλαίσιο της πολιτικής για τα απόβλητα σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Η παραγωγή δημοτικών αποβλήτων εκτιμάται ότι έχει αυξηθεί κατά 11% στις Ευρωπαϊκές χώρες που είναι μέλη του ΟΟΣΑ μεταξύ 1990 και 1995. Το 1995 παρήχθησαν περίπου 200 εκατ. τόνοι δημοτικών αποβλήτων, αριθμός που ισοδυναμεί 420 κιλά/άτομο/έτος. Τα στοιχεία για τα δημοτικά απόβλητα στις χώρες ΚΑΕ και τα ΝΑΚ δεν είναι επαρκή και δεν επιτρέπουν τον εντοπισμό της επικρατούσας τάσης.
Η Γερμανία και η Γαλλία ήταν οι μεγαλύτερες πηγές των περίπου 42 εκατ. τόνων επικίνδυνων αποβλήτων ετησίως που αναφέρθηκαν από τις ευρωπαϊκές χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ για την περίοδο γύρω από το 1994. Η Ρωσική Ομοσπονδία ευθύνεται για τα δύο τρίτα σχεδόν των 30 εκατ. τόνων επικίνδυνων αποβλήτων που παράγονταν ετησίως από το σύνολο των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι ανωτέρω συνολικές ποσότητες είναι μόνο ενδεικτικές λόγω διαφορών που υπάρχουν στους ορισμούς των εννοιών.
Η διαχείριση των αποβλήτων στις περισσότερες χώρες εξακολουθεί να πραγματοποιείται κατά μείζονα λόγο με το φθηνότερο διαθέσιμο τρόπο: ταφή σε χωματερές. Ωστόσο, στο κόστος της ταφής συνήθως δεν περιλαμβάνονται το πλήρες κόστος (το κόστος που ανακύπτει μετά το κλείσιμο συμπεριλαμβάνονται σε ελάχιστες περιπτώσεις), παρά την επιβολή φορολογίας στα απόβλητα σε ορισμένες χώρες (π.χ. Αυστρία, Δανία και Ηνωμένο Βασίλειο). Η πρόληψη και η ελαχιστοποίηση των αποβλήτων κερδίζουν έδαφος στις συνειδήσεις ως περισσότερο επιθυμητές λύσεις από περιβαλλοντική άποψη για τη διαχείριση των αποβλήτων. Από την περαιτέρω εφαρμογή καθαρότερων τεχνολογιών και μέτρων για την πρόληψη των αποβλήτων θα προκύψουν οφέλη για τις ροές όλων των αποβλήτων και ιδίως των επικίνδυνων αποβλήτων. Η ανακύκλωση επεκτείνεται σε χώρες με σοβαρή υποδομή για τη διαχείριση των αποβλήτων.
Πολλές χώρες στην ΚΑΕ και τα ΝΑΚ αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που συνεπάγεται η παράδοση μιας ανεπαρκούς διαχείρισης αποβλήτων και η αύξηση της παραγωγής αποβλήτων. Η διαχείριση των αποβλήτων σε αυτές τις χώρες απαιτεί καλύτερο στρατηγικό σχεδιασμό και περισσότερες επενδύσεις. Μεταξύ των προτεραιοτήτων συμπεριλαμβάνεται η βελτίωση της διαχείρισης των δημοτικών αποβλήτων μέσω του καλύτερου διαχωρισμού των απορριμμάτων και της καλύτερης διαχείρισης των χώρων ταφής, η ανάληψη πρωτοβουλιών ανακύκλωσης σε τοπικό επίπεδο, καθώς και η εφαρμογή μέτρων χαμηλού κόστους για την πρόληψη της ρύπανσης του εδάφους.
Η προσήλωση στη βιώσιμη χρήση
των πόρων, η ελαχιστοποίηση της περιβαλλοντικής
επιβάρυνσης, καθώς και η τήρηση της "αρχής ο
ρυπαίνων πληρώνει" και της "αρχής της
γειτνίασης", οδήγησαν την ΕΕ στη δημιουργία
ενός εκτεταμένου φάσματος νομοθετικών μέσων που
αποσκοπούν στην προώθηση και την εναρμόνιση των
εθνικών νομοθεσιών για τα απόβλητα. Ορισμένες
χώρες της Κεντρικής Ευρώπης έχουν αρχίσει να
υιοθετούν ανάλογες προσεγγίσεις, οι οποίες
υποκινούνται από τη διαδικασία ένταξης στην ΕΕ.
Ωστόσο, η νομοθεσία για τα απόβλητα δεν έχει
ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς στις περισσότερες από
τις υπόλοιπες χώρες της ΚΑΕ και τα ΝΑΚ.
Συμμετοχή χωρών στα ακόλουθα μέσα πολιτικής για τα απόβλητα
Πηγή: ΕΟΠ
Ο κίνδυνος για τα άγρια είδη της Ευρώπης εξακολουθεί να είναι σοβαρός, ενώ μεγαλώνει ο αριθμός των ειδών που υφίστανται μείωση του πληθυσμού. Σε πολλές χώρες, μέχρι και τα μισά γνωστά είδη σπονδυλωτών απειλούνται με εξαφάνιση.
Μείωση του πληθυσμού παρατηρείται στο ένα τρίτο και πλέον των ειδών των πτηνών στην Ευρώπη, η οποία λαμβάνει δραματικότερες διαστάσεις στη Βορειοδυτική και κεντρική Ευρώπη. Το φαινόμενο οφείλεται κυρίως στην καταστροφή των φυσικών οικοτόπων τους από τις αλλαγές στη χρήση της γης, ιδίως μέσω της εντατικοποίησης της γεωργίας και της δασοκομίας, την αυξανόμενη ανάπτυξη υποδομών, την άντληση υδάτων και τη ρύπανση.
Παρ όλα αυτά, αυξάνονται οι πληθυσμοί μιας σειράς ζωικών ειδών που σχετίζονται με τις ανθρώπινες δραστηριότητες, ενώ παράλληλα εξαπλώνονται ορισμένα φυτικά είδη που είναι ανθεκτικά στα υψηλά επίπεδα θρεπτικών ουσιών ή στην όξινιση. Έχει παρατηρηθεί επίσης κάποια ανάκαμψη στον αριθμό των φωλεοποιών πτηνών σε περιοχές όπου εφαρμόζεται οργανική καλλιέργεια. Η εισαγωγή ξένων ειδών προκαλεί προβλήματα στους θαλάσσιους, ποτάμιους, λιμναίους και χερσαίους οικότοπους.
Η απώλεια υγροβιότοπων είναι μεγαλύτερη στη Νότια Ευρώπη, αλλά σημαντικές απώλειες καταγράφονται και σε πολλές αγροτικές και αστικοποιημένες περιοχές στη Βορειοδυτική και κεντρική Ευρώπη. Οι κυριότερες αιτίες είναι η αποξήρανση των γαιών με εγγειοβελτιωτικά έργα, η ρύπανση, η αποστράγγιση, η χρήση της γης για λόγους αναψυχής και η αστικοποίηση. Μερικά μεγάλα και πολλά μικρότερα σχέδια αποκατάστασης σε ποταμούς, λίμνες, ελώδεις και τυρφώδεις εκτάσεις αντισταθμίζουν ως ένα βαθμό, αυτές τις απώλειες, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό συμβαίνει σε μικρή κλίμακα.
Οι εκτάσεις με αμμοθίνες μειώθηκαν κατά 40% αυτό τον αιώνα, κυρίως κατά μήκος των δυτικών ακτών της Ευρώπης. Το ένα τρίτο των απωλειών έλαβε χώρα από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και εξής. Οι κυριότερες αιτίες είναι η αστικοποίηση, η χρήση γης για λόγους αναψυχής και η φύτευση δένδρων.
Η συνολική επιφάνεια των δασικών εκτάσεων αυξάνεται, όπως και η συνολική παραγωγή ξυλείας. Συνεχίζεται η διαδικασία αντικατάστασης της εκτατικής δασοπονίας, η οποία αποτελούσε κατά το παρελθόν τη συνηθέστερη πρακτική, από εντατικότερες και πιό ομοιγενείς μορφές διαχείρισης. Συνεχίζεται ακόμη με αυξανόμενο ρυθμό η χρήση εξωτικών ειδών. Οι απώλειες παλαιών φυσικών και ημιφυσικών δασικών εκτάσεων εξακολουθούν να είναι σοβαρές. Τα περισσότερα παλαιά και σχεδόν παρθένα δάση βρίσκονται σήμερα στην ΚΑΕ και τα ΝΑΚ, αν και μικρότερες εκτάσεις υπάρχουν ακόμη και σε άλλες περιοχές. Οι δασικές πυρκαγιές εξακολουθούν να αποτελούν πρόβλημα γύρω από τη λεκάνη της Μεσογείου, αν και έχει παρατηρηθεί κάποια μείωση στις περιοχές που πλήττονται. Η έννοια της βιώσιμης δασοκομίας αρχίζει να εισάγεται στη χρήση και διαχείριση των δασών, αλλά δεν έχει καταστεί ακόμη ορατή η γενική επίδραση στη βιοποικιλότητα.
Καθώς η γεωργία έχει λάβει εντατικότερες μορφές και η αναδάσωση συνεχίστηκε σε περιοχές με χαμηλή απόδοση, οι ημιφυσικοί γεωργικοί οικότοποι - όπως οι λειμώνες - χάνονται ή υποβαθμίζονται με ταχείς ρυθμούς. Αυτοί οι οικότοποι ήταν παλαιότερα πολύ διαδεδομένοι στην Ευρώπη και εξαρτώνταν από την εκτατική διαχείριση της γεωργίας με χαμηλές εισροές θρεπτικών ουσιών. Σήμερα πλήττονται από τις υπερβολικές εισροές θρεπτικών ουσιών και την οξίνιση. Λόγω της εξαφάνισης της συχνά πολύ πλούσιας χλωροπανίδας τους, η φυσική βιοποικιλότητα του ανοικτού φυσικού τοπίου έχει μειωθεί δραματικά.
Σε όλες τις χώρες, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, έχει εισαχθεί ένα ευρύ φάσμα πρωτοβουλιών και νομικών μέσων για την προστασία των ειδών και των οικοτόπων. Όλες αυτές οι ενέργειες έχουν συμβάλει επιτυχώς στην προστασία σημαντικών χερσαίων και θαλάσσιων περιοχών καθώς και στη σωτηρία μιας σειράς ειδών και οικοτόπων, αλλά η εφαρμογή στην πράξη είναι συχνά δύσκολη και γίνεται με αργούς ρυθμούς. Έτσι, δεν κατέστη δυνατό να ανατραπεί η συνολικά φθίνουσα πορεία. Αυτή τη στιγμή, οι σημαντικότερες πρωτοβουλίες σε Ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η εφαρμογή του δικτύου χαρακτηρισμένων τοποθεσιών Natura 2000 στην ΕΕ, καθώς και το επικείμενο δίκτυο EMERALD στο πλαίσιο της σύμβασης της Βέρνης για την υπόλοιπη Ευρώπη.
Σε γενικές γραμμές, η διατήρηση
της βιοποικιλότητας θεωρείται συχνά λιγότερο
σημαντική σε σχέση με τα πιο βραχυχρόνια
οικονομικά ή κοινωνικά συμφέροντα των τομέων που
την επηρεάζουν στο μεγαλύτερο βαθμό. Μείζον
εμπόδιο για τη διασφάλιση των στόχων της
διατήρησης παραμένει η ανάγκη ένταξης των
ζητημάτων που άπτονται της βιοποικιλότητας σε
άλλους τομείς πολιτικής. Οι στρατηγικές
περιβαλλοντικές αξιολογήσεις με αντικείμενο
πολιτικές και προγράμματα, σε συνδυασμό με
διάφορα μέσα προστασίας της φύσης, μπορούν να
αποτελέσουν σημαντικά εργαλεία γιά την προώθηση
της εν λόγω ένταξης.
Πηγή: ΕΟΠ-ΕΘΚ/ΠτΦ
Από το 1980 και εξής, έχει σημειωθεί γενική μείωση στη συνολική ποσότητα αφαιρούμενων νερών σε πολλές χώρες. Στις περισσότερες χώρες, η χρήση για βιομηχανικούς σκοπούς μειώνεται με αργούς ρυθμούς από το 1980, λόγω της μετατόπισης των δραστηριοτήτων από κλάδους που κάνουν εντατική χρήση υδάτων, της ανάπτυξης των υπηρεσιών, των τεχνικών βελτιώσεων και της επέκτασης της ανακύκλησης. Παρ' όλα αυτά, η ζήτηση γύρω από τις αστικές περιοχές μπορεί ακόμη να είναι μεγαλύτερη σε σχέση με τα διαθέσιμα αποθέματα και, στο εγγύς μέλλον, ενδέχεται να παρατηρηθούν φαινόμενα λειψυδρίας. Στο μέλλον, η παροχή ύδατος μπορεί να επηρεαστεί και από τη μεταβολή του κλίματος.
Η γεωργία είναι ο σημαντικότερος χρήστης υδάτων στις χώρες της Μεσογείου, κυρίως για λόγους άρδευσης. Οι αρδευόμενες εκτάσεις και η αφαίρεση υδάτων για την άρδευση παρουσιάζουν σταθερή αύξηση από το 1980 και εξής. Στις χώρες της Ν. Ευρώπης, το 60% της συνολικής ποιότητας του αντλούμενου ύδατος χρησιμοποιείται για τις ανάγκες της άρδευσης. Σε ορισμένες περιοχές, η άντληση υπογείων νερών υπερβαίνει το ρυθμό εμπλουτισμού, προκαλώντας πτώση της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα, απώλεια υγροβιότοπων και διείσδυση θαλασσίων νερών. Μεταξύ των μέσων για τον περιορισμό της μελλοντικής ζήτησης νερού συγκαταλέγονται οι βελτιώσεις στην αποτελεσματικότητα της χρήσης του νερού, ο έλεγχος μέσω της τιμολογιακής πολιτικής, καθώς και η γεωργική πολιτική.
Παρά τον καθορισμό στόχων για την ποιότητα του νερού στην ΕΕ και τη μέριμνα για την ποιότητα του νερού στο πλαίσιο του προγράμματος περιβαλλοντικής δράσης για την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, δεν έχει επέλθει καμία συνολική βελτίωση της ποιότητας των νερών των ποταμών από το 1989/90. Οι Ευρωπαϊκές χώρες αναφέρουν διαφορετικές τάσεις χωρίς να τις εντάσσουν σε σταθερό γεωγραφικό πλαίσιο αναφοράς. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1970 και εξής έχουν επέλθει κάποιες βελτιώσεις στους ποταμούς με τα πλέον ρυπασμένα νερά.
Ο φωσφόρος και το άζωτο εξακολουθούν να προκαλούν ευτροφισμό στα επιφανειακά νερά. Οι βελτιώσεις στην επεξεργασία λυμάτων και οι μειώσεις των εκπομπών από μεγάλες βιομηχανίες στο διάστημα μεταξύ 1980 και 1995, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 40 έως 60% των συνολικών εκροών φωσφόρου σε ποταμούς σε αρκετές χώρες. Οι συγκεντρώσεις φωσφόρου στα επιφανειακά νερά μειώθηκαν σημαντικά, ιδίως στις περιπτώσεις που παρουσίαζαν προηγουμένως τα σοβαρότερα επίπεδα ρύπανσης. Αναμένονται και περαιτέρω βελτιώσεις, δεδομένου ότι ο χρόνος ανάκαμψης, ιδίως των λιμνών, μπορεί να είναι αρκετά χρόνια. Οι συγκεντρώσεις φωσφόρου στο ένα τέταρτο σχεδόν των σημείων παρακολούθησης ποταμών είναι ακόμη περίπου 10 φορές υψηλότερες από εκείνες που καταμετρούνται σε νερά καλής ποιότητας. Το άζωτο, κυριότερη πηγή του οποίου είναι η γεωργία, προκαλεί μικρότερα προβλήματα στους ποταμούς, αλλά μπορεί να δημιουργήσει σοβαρό πρόβλημα όταν μεταφέρεται στη θάλασσα. Οι εκπομπές πρέπει να ελεγχθούν σε μεγαλύτερο βαθμό για να προστατευθεί το θαλάσσιο περιβάλλον.
Η ποιότητα των υπογείων νερών υποβαθμίζεται από τις αυξανόμενες συγκεντρώσεις νιτρικών αλάτων και φυτοφαρμάκων από τη γεωργία. Οι συγκεντρώσεις νιτρικών αλάτων είναι χαμηλές στη Βόρεια. Ευρώπη, αλλά είναι υψηλές σε αρκετές χώρες της Δυτικής. και Ανατολικής Ευρώπης, όπου συχνά παρατηρούνται υπερβάσεις των ορίων της ΕΕ για τις μέγιστες επιτρεπόμενες συγκεντρώσεις.
Η χρήση φυτοφαρμάκων στην ΕΕ σημείωσε πτώση μεταξύ 1985 και 1995, αλλά το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται αναγκαστικά μείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων, δεδομένου ότι έχει αλλάξει το φάσμα των χρησιμοποιούμενων φυτοφαρμάκων. Οι συγκεντρώσεις ορισμένων φυτοφαρμάκων στα υπόγεια νερά υπερβαίνουν συχνά τις μέγιστες επιτρεπόμενες συγκεντρώσεις που έχει ορίσει η ΕΕ. Πολλές χώρες έχουν επίσης αναφέρει σοβαρή ρύπανση από βαρέα μέταλλα, υδρογονάνθρακες και χλωριωμένους υδρογονάνθρακες.
Ολοκληρωμένες πολιτικές για την προστασία των εσωτερικών νερών εφαρμόζονται σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, π.χ. στις παράκτιες ζώνες της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής Θάλασσας, καθώς και στον Ρήνο, τον Έλβα και το Δούναβη. Μολονότι έχουν γίνει πολλά, ο καλύτερος συνδυασμός μεταξύ των περιβαλλοντικών και οικονομικών πολιτικών παραμένει μια πρόκληση για το μέλλον.
Η γεωργική πολιτική ειδικότερα θα αποτελέσει τη βάση για την αντιμετώπιση των εισροών από διάχυτες πηγές, αλλά αυτό θα εξακολουθεί να είναι δύσκολο, τόσο από τεχνική όσο και από πολιτική άποψη. Μολονότι η μεταρρύθμιση στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης χρησιμοποιείται για την ένταξη μέτρων με στόχο τη μείωση των εισροών θρεπτικών ουσιών, θα χρειαστεί να γίνουν περισσότερα. Για παράδειγμα, πρέπει να εξασφαλιστεί ότι πολιτικές, όπως η προσωρινή παύση της καλλιέργειας αρόσιμων γαιών, χαράσσονται με γνώμονα τη μεγιστοποίηση των ευεργετικών επιδράσεων για το περιβάλλον.
Οι οδηγίες της ΕΕ για την
επεξεργασία των αστικών λυμάτων και για τα
νιτρικά άλατα θα πρέπει να επιφέρουν ουσιαστικές
βελτιώσεις στην ποιότητα, αλλά η επιτυχία τους
εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο τα κράτη μέλη
προβαίνουν σε χαρακτηρισμούς ευαίσθητων
περιοχών και ευάλωτων ζωνών. Η πρόταση για μια
Ευρωπαϊκή Οδηγία-πλαίσιο για τα ύδατα θα
απαιτήσει ολοκληρωμένα προγράμματα διαχείρισης
και βελτιώσεων. Εάν αυτή η Οδηγία εφαρμοστεί με
συγκρίσιμους τρόπους σε όλη την ΕΕ και
συνδυαστεί με περαιτέρω μετατόπιση προς τη
διαχείριση της ζήτησης, θα πρέπει να οδηγήσει σε
αισθητές βελτιώσεις στην ποιότητα των υδάτων,
καθώς και στη βιώσιμη διαχείριση των υδάτινων
πόρων.
Διαθέσιμα αποθέματα εσωτερικών νερών στην Ευρώπη
Πηγή: Eurostat, ΟΟΣΑ,
Υδρολογικό Ινστιτούτο
Θαλασσιο και παρακτιο περιβαλλον
Οι σοβαρότερα απειλούμενες θάλασσες είναι η Βόρεια Θάλασσα (υπεραλίευση, υψηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών ουσιών και ρύπων), οι θάλασσες της Ιβηρικής (δηλ. το τμήμα του Ατλαντικού κατά μήκος της ανατολικής υφαλοκρηπίδας του Ατλαντικού, συμπεριλαμβανομένου του Βισκαϊκού κόλπου: υπεραλίευση, βαρέα μέταλλα), η Μεσόγειος Θάλασσα (κατά τόπους υψηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών ουσιών, μεγάλη πίεση στις ακτές, υπεραλίευση), η Μαύρη Θάλασσα (υπεραλίευση, γρήγοροι ρυθμοί αύξησης των συγκεντρώσεων θρεπτικών ουσιών) και η Βαλτική Θάλασσα (υψηλές συγκεντρώσεις θρεπτικών ουσιών, ρύποι, υπεραλίευση).
Ο ευτροφισμός, οφειλόμενος κυρίως στις πλεονάζουσες ποσότητες θρεπτικών ουσιών που χρησιμοποιούνται στη γεωργία, αποτελεί πηγή μεγάλης ανησυχίας σε ορισμένες περιοχές πολλών Ευρωπαϊκών θαλασσών. Οι συγκεντρώσεις θρεπτικών ουσιών βρίσκονται γενικά στα ίδια επίπεδα με τις αρχές της δεκαετίας του '90. Οι αυξήσεις στις απορρίψεις αζώτου και οι επακόλουθες συγκεντρώσεις στα θαλάσσια ύδατα σε ορισμένες από τις δυτικές ακτές της Ευρώπης φαίνεται να συσχετίζονται με τις έντονες βροχοπτώσεις και τις πλημμύρες μεταξύ 1994 και 1996. Στις περισσότερες από τις υπόλοιπες θάλασσες δεν κατέστη δυνατός ο προσδιορισμός μιας σαφούς τάσης όσον αφορά τις συγκεντρώσεις θρεπτικών ουσιών. Ωστόσο, οι συγκεντρώσεις θρεπτικών ουσιών στη Μαύρη Θάλασσα, προερχόμενες κατά κύριο λόγο από τη λεκάνη απορροής του Δούναβη, σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν στο διάστημα μεταξύ 1960 και 1992.
Η ρύπανση των ιζημάτων και των έμβιων όντων από τις ανθρωπογενείς χημικές ουσίες φαίνεται ότι αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό σχεδόν όλων των Ευρωπαϊκών θαλασσών. Τα διαθέσιμα στοιχεία ήταν περιορισμένα και αφορούσαν κυρίως τη Δυτική και τη Βορειοδυτική Ευρώπη. Καταμετρήθηκαν αυξημένες συγκεντρώσεις (πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα) βαρέων μετάλλων και PCB σε ψάρια και ιζήματα, με υψηλότερες τιμές κοντά σε σημειακές πηγές εκπομπών. Η βιοσυσσώρεση αυτών των ουσιών ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τα οικοσυστήματα και την υγεία του ανθρώπου (όπως προαναφέρθηκε στο κεφάλαιο για τις χημικές ουσίες).
Η συνολική εικόνα της ρύπανσης από πετρέλαιο είναι εξαιρετικά αποσπασματική, καθιστώντας αδύνατη τη διενέργεια αξιόπιστης αξιολόγησης των γενικών τάσεων. Η κυριότερη πηγή βρίσκεται στην ξηρά, από όπου το πετρέλαιο μεταφέρεται στις θάλασσες μέσω των ποταμών. Αν και ο κατ έτος αριθμός των πετρελαιοκηλίδων παρουσιάζει πτώση, οι μικρές και περιστασιακά μεγάλες πετρελαιοκηλίδες σε ζώνες με μεγάλο φόρτο ναυσιπλοΐας προκαλούν σοβαρή τοπική καταστροφή, κυρίως σε παραλίες και θαλάσσια πτηνά και πλήττοντας την αλιεία ψαριών και οστρακοειδών. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη μη αναστρέψιμη καταστροφή των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, είτε από μεγάλες πετρελαιοκηλίδες είτε από χρόνιες πηγές πετρελαίου.
Σε πολλές θάλασσες συνεχίζεται
η άσκηση εντατικής υπεραλίευσης, η οποία
προξενεί ιδιαίτερα προβλήματα στη Βόρεια
Θάλασσα, στην Ιβηρική θάλασσα, τη Μεσόγειο και τη
Μαύρη Θάλασσα. Η πλεονάζουσα δυναμικότητα του
αλιευτικού στόλου έχει φτάσει σε κρίσιμο σημείο
και θα χρειαστεί να μειωθεί κατά 40% προκειμένου
να καταστεί ανάλογη των διαθέσιμων αλιευτικών
πόρων.
Απορρίψεις
αζώτου και φωσφόρου
Πηγή: ΕΟΠ-ΕΘΚ/ΘΠΠ
Έχουν εντοπιστεί περισσότερες από 300.000 πιθανώς μολυσμένες τοποθεσίες στη Δυτική Ευρώπη, ενώ ο συνολικός αριθμός για ολόκληρη την Ευρώπη εκτιμάται ότι είναι πολύ μεγαλύτερος.
Μολονότι στο πλαίσιο του περιβαλλοντικού προγράμματος για την Ευρώπη ζητήθηκε ο εντοπισμός των μολυσμένων τοποθεσιών, για πολλές χώρες δεν είναι ακόμη διαθέσιμη μια πλήρης γενική επισκόπηση. Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το μέγεθος του προβλήματος λόγω έλλειψης συμφωνημένων ορισμών όσον αφορά τις σχετικές έννοιες. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει αυτή την περίοδο ένα λευκό βιβλίο σχετικά με την περιβαλλοντική αξιοπιστία. Για τις περαιτέρω ενέργειες ίσως να απαιτηθούν ορισμοί κοινής αποδοχής. Οι περισσότερες δυτικο-Ευρωπαϊκές χώρες έχουν θεσπίσει ρυθμιστικά πλαίσια που αποσκοπούν στην πρόληψη μελλοντικών συμβάντων και την απορρύπανση των ήδη μολυσμένων τοποθεσιών.
Στην Ανατολική Ευρώπη, η ρύπανση του εδάφους γύρω από τις εγκαταλελειμμένες στρατιωτικές βάσεις ενέχει τους σοβαρότερους κινδύνους. Οι περισσότερες χώρες της περιοχής έχουν αρχίσει διαδικασία εκτίμησης των σχετικών προβλημάτων. Ωστόσο, σε πολλές χώρες ΚΑΕ, όπως και στα ΝΑΚ, εκκρεμεί ακόμη η διαμόρφωση του απαιτούμενου ρυθμιστικού και οικονομικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των ρυπασμένων τοποθεσιών.
Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα αποτελεί η απώλεια εδάφους με τη στεγανοποίηση στα θεμέλια κατασκευαστικών έργων, όπως είναι οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις και οι υποδομές των μεταφορών, που έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό των επιλογών χρήσης του εδάφους για τις μελλοντικές γενεές.
Η διάβρωση του εδάφους αυξάνεται. Περίπου 115 εκατομμύρια εκτάρια πλήττονται από υδατική διάβρωση και 42 εκατομμύρια εκτάρια από αιολική διάβρωση. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα οξυμένο στην περιοχή της Μεσογείου λόγω των ευαίσθητων περιβαλλοντικών ισορροπιών που τη χαρακτηρίζουν, αλλά προβλήματα υφίστανται στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες. Η διάβρωση του εδάφους επιδεινώνεται με την εγκατάλειψη γαιών και τις δασικές πυρκαγιές, ιδίως στις απομακρυσμένες περιοχές. Σε πολλές περιοχές δεν υπάρχει στρατηγική για την καταπολέμηση της επιταχυνόμενης διάβρωσης του εδάφους, όπως είναι για παράδειγμα η αναδάσωση.
Η αλάτωση του εδάφους πλήττει σχεδόν 4 εκατομμύρια εκτάρια, κυρίως σε Μεσογειακές και ανατολικο-Ευρωπαϊκές χώρες. Οι κυριότερες αιτίες είναι η υπερεκμετάλλευση των υδάτινων πόρων λόγω των αρδεύσεων για τις καλλιέργειες, η αύξηση του πληθυσμού, η βιομηχανική και αστική ανάπτυξη, καθώς και η αύξηση του τουρισμου στις παράκτιες περιοχές. Οι κυριότερες επιπτώσεις στις καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι οι χαμηλότερες αποδόσεις ή ακόμη και η ολική απώλεια της συγκομιδής. Σε πολλές χώρες δεν υπάρχουν στρατηγικές για την καταπολέμηση της αλάτωσης του εδάφους.
Η διάβρωση και η αλάτωση του εδάφους έχουν αυξήσει τον κίνδυνο απερήμωσης στις πιο ευάλωτες περιοχές, ιδίως στην περιφέρεια της Μεσογείου. Τα στοιχεία σχετικά με τις διαστάσεις και τη σοβαρότητα του φαινομένου της απερήμωσης είναι περιορισμένα. Χρειάζονται περισσότερες προσπάθειες για τη διαμόρφωση στρατηγικών πρόληψης, ενδεχομένως στο πλαίσιο της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την καταπολέμηση της απερήμωσης.
Διαθέσιμα στοιχεία
για τον αριθμό τοποθεσιών με βέβαιη και
πιθανολογούμενη ρύπανση
|
Πηγή: ΕΟΠ-ΕΘΚ/Ε
Η αστικοποίηση συνεχίζεται, παρά το γεγονός ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα του πληθυσμού της Δυτικής Ευρώπης και των ΝΑΚ, αλλά και σχεδόν τα δύο τρίτα του πληθυσμού της ΚΑΕ, διαβιούν ήδη σε πόλεις.
Η ταχεία αύξηση των μετακινήσεων με ιδιωτικά μέσα μεταφοράς και η εντατική κατανάλωση πόρων αποτελούν σοβαρούς κινδύνους για το αστικό περιβάλλον και, κατά συνέπεια, για την υγεία και την ευημερία του ανθρώπου. Σε πολλές πόλεις, τα αυτοκίνητα εκτελούν πάνω από το 80% των μηχανοκίνητων μεταφορών. Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη των μεταφορών στη Δυτική Ευρώπη δείχνουν ότι, με βάση μια υπόθεση εργασίας που ακολουθεί την πεπατημένη, η ζήτηση οδικών μεταφορών για επιβάτες και εμπορεύματα είναι πιθανό σχεδόν να διπλασιαστεί από το 1990 έως το 2010, ενώ ο αριθμός των αυτοκινήτων να αυξηθεί κατά 25-30% και η ετήσια διανυόμενη απόσταση σε χιλιόμετρα ανά αυτοκίνητο να αυξηθεί κατά 25%. Η αύξηση που παρατηρείται σήμερα στις μετακινήσεις μέσα στην πόλη και στον αριθμό των ιδιοκτητών αυτοκινήτου σε πόλεις της ΚΑΕ αναμένεται ότι θα επιταχυνθεί κατά τη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας, με ανάλογη αύξηση στην κατανάλωση ενέργειας και τις εκπομπές που σχετίζονται με τις μεταφορές.
Σε γενικές γραμμές, η ποιότητα του αέρα στις περισσότερες Ευρωπαϊκές πόλεις έχει βελτιωθεί. Οι ετήσιες συγκεντρώσεις μολύβδου σημείωσαν κατακόρυφη πτώση κατά τη δεκαετία του 1990 λόγω της μείωσης στην περιεκτικότητα μολύβδου της βενζίνης, ενώ, βάσει στοιχείων, φαίνεται ότι οι συγκεντρώσεις άλλων ρύπων παρουσιάζουν επίσης πτώση. Παρ' όλα αυτά, κάποιες πόλεις της ΚΑΕ έχουν αναφέρει μικρές αυξήσεις στις συγκεντρώσεις μολύβδου κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, λόγω της αύξησης της κυκλοφορίας. Η προβλεπόμενη σταδιακή κατάργηση της μολυβδωμένης βενζίνης θα έλυνε αυτό το πρόβλημα.
Ωστόσο, το όζον παραμένει σοβαρό πρόβλημα σε ορισμένες πόλεις, όπου καταγράφονται υψηλές συγκεντρώσεις καθ' όλη τη διάρκεια του θέρους. Οι περισσότερες πόλεις που ανακοινώνουν στοιχεία, αναφέρουν υπερβάσεις των ενδεικτικών τιμών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) για το διοξείδιο του θείου, το μονοξείδιο του άνθρακα, τα οξείδια του αζώτου και τα Αιωρούμενα Σωματίδια (ΑΣ). Τα στοιχεία για το βενζόλιο ήταν περιορισμένα, αλλά η υπέρβαση των ενδεικτικών τιμών του ΠΟΥ για την ποιότητα του αέρα φαίνεται ότι αποτελεί συνηθισμένο φαινόμενο.
Η επέκταση των αναφερόμενων αποτελεσμάτων στο σύνολο των 115 μεγάλων πόλεων της Ευρώπης δείχνει ότι περίπου 25 εκατομμύρια άνθρωποι εκτίθενται σε συνθήκες χειμερινής αιθαλομίχλης (υπερβάσεις των ενδεικτικών τιμών ποιότητας του αέρα για το SO2 και τα ΑΣ). Ο αντίστοιχος αριθμός ατόμων που εκτίθενται σε συνθήκες θερινής αιθαλομίχλης (που σχετίζεται με το όζον) είναι 37 εκατομμύρια, ενώ περίπου 40 εκατομμύρια άνθρωποι εκτίθενται σε μια τουλάχιστον υπέρβαση των ενδεικτικών τιμών του ΠΟΥ κάθε χρόνο.
Στη Δυτική Ευρώπη, οι μεγαλύτερες πηγές ατμοσφαιρικής ρύπανσης - που παλαιότερα ήταν οι βιομηχανικές δραστηριότητες και η καύση άνθρακα και καυσίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε θείο - είναι σήμερα τα αυτοκίνητα οχήματα και η καύση αερίων καυσίμων. Δεδομένου ότι αναμένεται σημαντική αύξηση των μεταφορών, αναμένεται παράλληλα και αύξηση των εκπομπών που συνδέονται με τις μεταφορές, η οποία θα καταστήσει εντονότερη την ατμοσφαιρική ρύπανση στις πόλεις. Στην ΚΑΕ και τα ΝΑΚ συμβαίνουν παρόμοιες αλλαγές, αλλά με βραδύτερους ρυθμούς.
Περίπου 450 εκατομμύρια άνθρωποι στην Ευρώπη (65% του πληθυσμού) εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα περιβαλλοντικού θορύβου [πάνω από τα μεσοσταθμικά επίπεδα ηχητικής πίεσης (Leq) 24ω 55db(A)]. Περίπου 9,7 εκατομμύρια άνθρωποι εκτίθενται σε απαράδεκτα επίπεδα θορύβου [(πάνω από Leq 24ω 75db (A)].
Η κατανάλωση νερού σε ορισμένες Ευρωπαϊκές πόλεις έχει αυξηθεί. Το 60% περίπου των μεγάλων Ευρωπαϊκών πόλεων υπερεκμεταλλεύεται τους υπόγειους υδάτινους πόρους. Κατ αυτόν τον τρόπο, τα διαθέσιμα αποθέματα και η ποιότητα του νερού ενδέχεται να θέτουν ολοένα περισσότερους φραγμούς στην αστική ανάπτυξη σε χώρες όπου παρατηρούνται φαινόμενα λειψυδρίας, και ιδίως στη Νότια Ευρώπη. Ωστόσο, αρκετές πόλεις στη Βόρεια Ευρώπη μείωσαν την κατανάλωση νερού. Σε γενικές γραμμές, οι υδάτινοι πόροι είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικότερα, δεδομένου ότι μόνο ένα μικρό ποσοστό της οικιακής χρήσης νερού αναλώνεται για πόση και παρασκευή φαγητού, ενώ μεγάλες ποσότητες (από 5% έως και πάνω από 25%) χάνονται εξαιτίας διαρροών.
Τα αστικά προβλήματα δεν περιορίζονται στις ίδιες τις πόλεις. Χρειάζονται όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις γης για την παροχή στους πληθυσμούς μεγάλων πόλεων όλων των αναγκαίων για αυτούς πόρων, καθώς και για την απορρόφηση των εκπομπών και των αποβλήτων που παράγουν.
Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στην προώθηση της περιβαλλοντικής διαχείρισης σε Ευρωπαϊκές πόλεις, πολλά προβλήματα παραμένουν ανεπίλυτα. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, όλα και περισσότερες δημοτικές αρχές αναζητούσαν τρόπους για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης στο πλαίσιο των τοπικών πολιτικών του προγράμματος δράσης «21ος αιώνας». Αυτό μπορεί να σημαίνει, μεταξύ άλλων, μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης νερού, ενέργειας και υλικών, καλύτερο προγραμματισμό για τις χρήσεις γης και τις μεταφορές καθώς και τη χρήση οικονομικών μέσων. Περισσότερες από 290 πόλεις έχουν ήδη προσχωρήσει στην ευρωπαϊκή εκστρατεία για βιώσιμες πόλεις.
Τα στοιχεία σχετικά με πολλές πτυχές του αστικού περιβάλλοντος - για παράδειγμα κατανάλωση νερού, παραγωγή δημοτικών αποβλήτων, επεξεργασία λυμάτων, ηχορύπανση και ατμοσφαιρική ρύπανση - δεν προσφέρονται για μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση των αλλαγών στο Ευρωπαϊκό αστικό περιβάλλον.
Μέσες ετήσιες συγκεντρώσεις NO2, 1990-95
Πηγή: ΕΟΠ-ΕΘΚ-ΠτΑ
Τεχνολογικοι και φυσικοι κινδυνοι
Στην ΕΕ, ο αριθμός των μεγάλων βιομηχανικών ατυχημάτων που αναφέρονται κάθε χρόνο παραμένει σχεδόν σταθερός από το 1984. Δεδομένου ότι από τότε μέχρι σήμερα έχουν αυξηθεί τόσο οι γνωστοποιήσεις των ατυχημάτων όσο και το επίπεδο της βιομηχανικής δραστηριότητας, πιθανολογείται ότι ο αριθμός των ατυχημάτων ανά μονάδα δραστηριότητας έχει μειωθεί. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία βάση δεδομένων για τα ατυχήματα στην ΚΑΕ και τα ΝΑΚ.
Με βάση τη διεθνή κλίμακα πυρηνικών περιστατικών (INES) του Διεθνούς Οργανισμού Ατομικής Ενέργειας, δεν έχει συμβεί κανένα "ατύχημα" (βαθμίδες 4-7 της INES) στην Ευρώπη από το 1986 και εξής (Τσερνομπίλ - βαθμίδα 7 της INES). Τα περισσότερα από τα περιστατικά που αναφέρθηκαν ήταν "ανωμαλίες", ενώ μερικά χαρακτηρίσθηκαν ως "συμβάντα" (βαθμίδες 2-3 της INES).
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, σημειώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα σημαντική μείωση του ετήσιου αριθμού μεγάλων πετρελαιοκηλίδων. Ωστόσο, κατά τα τελευταία έτη, τρεις από τις μεγαλύτερες πετρελαιοκηλίδες που καταγράφηκαν ποτέ στον κόσμο, έπληξαν τη Δυτική Ευρώπη. Οι πολύ μεγάλες πετρελαιοκηλίδες που καταγράφηκαν, ήταν η αιτία απώλειας για ένα μεγάλο ποσοστό του διαρρεύσαντος πετρελαίου.
Παρατηρείται συνεχής αύξηση στην ένταση πολλών δραστηριοτήτων που μπορούν να προκαλέσουν μείζονα ατυχήματα, καθώς και μια αυξανόμενη ευπάθεια ορισμένων από αυτές τις δραστηριότητες και τις υποδομές σε επικίνδυνα φυσικά φαινόμενα. Η Οδηγία Σεβέζο II, με την ευρεία θεματολογία της, τον πολυσύνθετο χαρακτήρα της και την έμφαση στην πρόληψη των ατυχημάτων, παρέχει το μεγαλύτερο μέρος του απαραίτητου πλαισίου για τη βελτίωση της διαχείρισης κινδύνων. Σήμερα απαιτείται πλέον η εφαρμογή της από τους κλάδους της βιομηχανίας και τις αρχές που είναι αρμόδιες για τη θέσπιση ρυθμιστικών πλαισίων και τον προγραμματισμό. Παρέχει επίσης ένα πρότυπο για την Ανατολική Ευρώπη όπου δεν υπάρχει ανάλογο ευρύ διακρατικό πλαίσιο. Ωστόσο, υπάρχει επίσης γενικά η ανάγκη για την αντιμετώπιση και άλλων μορφών κινδύνου, εκτός από τους βιομηχανικούς.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας
του '90, παρατηρήθηκε ένας εξαιρετικά μεγάλος
αριθμός πλημμυρών, οι οποίες προξένησαν πολλές
καταστροφές και πολλούς θανάτους. Αν και η
πιθανότερη εξήγηση είναι οι φυσικές
διακυμάνσεις στη ροή των νερών, οι επιπτώσεις
μπορεί να επιδεινώθηκαν από τις συνέπειες της
επέμβασης του ανθρώπου στον υδρολογικό κύκλο.
Πετρελαιοκηλίδες
στην Ευρώπη, 1970-1996
Πηγή: ITOPF
For references, please go to https://eea.europa.eu./el/publications/92-9167-087-1/page004.html or scan the QR code.
PDF generated on 23/11/2024 17:58
Engineered by: Η Ομάδα διαδικτύου του ΕΟΠ
Software updated on 26 September 2023 08:13 from version 23.8.18
Software version: EEA Plone KGS 23.9.14
Ενέργειες Εγγράφων
Μοιραστείτε το με τους άλλους